To The Next Step, 'Till The Last Step...

Τρίτη 31 Αυγούστου 2010

Chip And The Power Of Self-Esteem



Μια φορά και έναν καιρό, σε μια εποχή όπου το ανθρώπινο είδος δεν υπήρχε και βασίλευαν τα ζώα, ήταν μια μικρή αποικία χιλίων μυρμηγκιών που ζούσαν ειρηνικά μέσα σε μια ζούγκλα.. Τότε οι ζούγκλες βέβαια, δεν ήταν όπως σήμερα, ήταν τεράστιες και μπορούσες να βρεις εκεί σχεδόν κάθε είδος ζώου! Όμως ακόμη και για το πιο μικρό πλάσμα υπήρχαν απαράβατοι κανόνες για να μπορεί να διατηρείται η ισορροπία και οι αρμονία μεταξύ τους...

Μια ηλιόλουστη μέρα του Αυγούστου λοιπόν, τα μυρμήγκια είχαν βγει για την καθημερινή τους αναζήτηση τροφής και ήταν πολύ βιαστικά μάλιστα γιατί τα πουλιά στα δελτία καιρού έλεγαν πως πρόκειται να έρθει βαρύς χειμώνας... Ο Τσιπ ήταν ένα απ' τα πιο φημισμένα μυρμήγκια της αποικίας γιατί είχε σχεδόν διπλάσια δύναμη από κάθε άλλο και κάθε τέλος του μήνα έφερνε στη φωλιά όση σοδειά έφερναν τρία μυρμήγκια μαζί!.. Έτσι, αυτό το δύσκολο καλοκαίρι, όλοι στηρίζονταν σ' αυτόν για να έχουν το επιθυμητό αποτέλεσμα στα έσοδα των τροφίμων τους.. Ήταν μεγάλη ευθύνη και γι' αυτό δούλευε σκληρά κάθε μέρα μέχρι αργά το βράδυ.. Εκείνη τη μέρα όμως είδα κάτι περίεργο για τον μικρό του κόσμο και του τράβηξε την προσοχή.. Του έκανε μάλιστα τόση εντύπωση που παράτησε για λίγο τη δουλειά του και πήγε πιο κοντά για να δει καλύτερα...
Ήταν ένας μικρός σχετικά, αλλά τεράστιος για τα μάτια του Τσιπ, ελέφαντας που έπαιρνε το μεσημεριανό του.. Τον πέτυχε τη στιγμή που ξερίζωνε ένα ολόκληρο κλαδί δέντρου με μια κίνηση και έμεινε με το μικροσκοπικό του στόμα ανοιχτό.. Ήξερε πως κι αυτός ήταν δυνατός, αλλά πρώτη φορά αντίκριζε τόση δύναμη... Το βράδυ, όταν πια τελείωσε η βάρδιά του και γύρισε πίσω στη φωλιά, πήγε σπίτι και λίγο πριν κοιμηθεί, αφού του διηγήθηκε την ιστορία του, ρώτησε το συγκάτοικό του μήπως ήξερε τίποτα γι' αυτά τα γιγάντια τέρατα.. Δυστυχώς όμως δεν ήξερε να του πει τίποτα... Την επόμενη μέρα είχε άδεια μετά από ένα μήνα συνεχόμενης δουλειάς.. Έβαλε λοιπόν τα καλά του και βγήκε έξω πρωί πρωί ρωτώντας όποιον έβρισκε στο δρόμο του για να μάθει πως μπορούσε ν' αποκτήσει κι αυτός τόση δύναμη.. Κανείς όμως δε βρέθηκε που να μπορούσε να τον βοηθήσει μέχρι που ξαφνικά συνάντησε τον Φθθ, το λευκοκίτρινο πύθωνα, που του έδωσε μια σημαντική πληροφορία.. "Στα βάθη αυτής της ζούγκλας, εκεί όπου ο ήλιος ανατέλλει και η φύση δεν κοιμάται ποτέ, υπάρχει ένα ξέφωτο, λένε, όπου ζει το πιο σοφό πλάσμα που έχει γνωρίσει ο κόσμος όλος!", του είπε και χάθηκε βιαστικά ανάμεσα στα δέντρα και τις πρασινάδες.. Βέβαια, ο Τσιπ ήξερε πως όλα αυτά ήταν φήμες και πως δε μπορούσε να είναι σίγουρος για τίποτα, αλλά δεν είχε και άλλη επιλογή.. Αυτό το πλάσμα ίσως ήταν η μόνη του ελπίδα...
Τα παράτησε όλα... Δεν ήθελε να χάσει ούτε λεπτό και την επόμενη μέρα, πριν καλά καλά ξημερώσει και τον δει κανείς, είχε κιόλας φύγει παίρνοντας μαζί του μόνο τα απαραίτητα.. Οπωσδήποτε θα ήταν ένα δύσκολο και μεγάλο ταξίδι για ένα μυρμήγκι και ήξερε πως υπήρχε και η περίπτωση να μη βρει αυτό που θέλει ακόμη κι αν βρεθεί στο ξέφωτο.. Όμως το πείσμα και η θέλησή του ξεπερνούσαν κάθε λογική που έμπαινε εμπόδιο στο στόχο του.. Έτσι λοιπόν οι ώρες περνούσαν και έβρισκαν το μικρό Τσιπ ακούραστο και ακάθεκτο στο κυνήγι της υπέρτατης δύναμης... Είχε μάθει απ' τις πρώτες κιόλας μέρες της ζωής του να μη φοβάται τίποτα παρά το μέγεθός του και να παλεύει μέχρι τέλους για αυτά που θέλει με οποιοδήποτε τίμημα.. Ήταν σκληρό καρύδι!. Έτσι έπρεπε εξ άλλου, αυτή ήταν η αρχή της φυλής του.. Και τελικά οι κόποι του απέδωσαν... Ξαφνικά, εκεί που περπατούσε μεσ' στη νύχτα είδε ένα περίεργο φως πίσω από κάτι πανύψηλα δέντρα και αμέσως κατάλαβε.. Χωρίς δεύτερη σκέψη έτρεξε προς τα 'κει όσο πιο γρήγορα μπορούσε λες και ήταν οι τελευταίες στιγμές της ζωής του.. Και όλα έγιναν όπως του τα είχε πει ο Φθθ.. Μέσα σε λίγα λεπτά είδε τις πρώτες ακτίνες του ηλίου ν' ανατέλλουν και ν' αγκαλιάζουν το ξέφωτο τόσο προσεκτικά, όπως η μάνα το μωρό που μόλις γέννησε.. Και ήταν πραγματικά πανέμορφο. Ο Τσιπ έμεινε για μερικά δευτερόλεπτα ακίνητος να παρακολουθεί μαγεμένος το τελετουργικό αυτό μυστήριο του ξημερώματος χωρίς καν να παίρνει ανάσα!. Οι αποχρώσεις στον ουρανό απ' τα σύννεφα και τον ήλιο σε συνδυασμό με τα χρώματα της φύσης τον είχαν κάνει να μην πιστεύει στα μάτια του.. Πρώτη φορά έβλεπε ένα τόσο όμορφο τοπίο.. Και τότε, εμφανίστηκε απ' το πουθενά μπροστά του αυτός...
"Εγώ είμαι ο Κουκου-Νούς, η κουκουβάγια. Εγώ είμαι το πιο σοφό ζώο αυτής της ζούγκλας..", φώναξε δυνατά με αυστηρό ύφος αφού κάθισε πάνω σ' ένα μεγάλο βράχο.. "Τι σε φέρνει εδώ στα μέρη μου ξένε?", ρώτησε αμέσως μετά.. Ο μικρός Τσιπ ξαφνιάστηκε και κατατρόμαξε αρχικά, αλλά γρήγορα πήρε το θάρρος και εξήγησε στον Κουκου-Νούς όλη την ιστορία του απ' την αρχή ως το τέλος, αφού βέβαια πρώτα κι αυτός με τη σειρά του ανέβηκε σ' ένα πετραδάκι... Όταν τελείωσε, το μεγάλο πουλί κούνησε ελαφρά τα φτερά του και συνοφρυώθηκε κοιτώντας για λίγο τον ουρανό. Έπειτα είπε: "Αυτό που ζητάς είναι αδύνατο.. Κάθε πλάσμα είναι γεννημένο με συγκεκριμένη δύναμη για το ανάλογο μέγεθός του. Έτσι, ένα μυρμήγκι δε θα μπορέσει ποτέ να έχει όση δύναμη έχει ένας ελέφαντας.." Μόλις το άκουσε αυτό ο Τσιπ στεναχωρήθηκε πάρα πολύ, γιατί ήξερε πως δεν του έλεγε ψέμματα και πως πλέον δεν υπήρχε καμία ελπίδα να πραγματοποιηθεί η ευχή του.. Αμέσως κατέβασε τις κεραίες του και έβγαλε έναν περίεργο ήχο, μάλλον αναστεναγμού.. "Δεν είναι όμως λόγος αυτός να θλίβεσαι εσύ, ένα τόσο αξιοθαύμαστο ζώο.", συνέχισε ο Κουκου-Νούς.. "Μη σε ξεγελάει το μικροσκοπικό σου μέγεθος.. Τα μυρμήγκια είναι ίσως τα πιο δυνατά πλάσματα στον κόσμο!. Μπορούν να σηκώσουν μέχρι και 50 φορές το βάρος τους και έχουν πείσμα, θέληση, επιμονή και υπομονή όπως κανείς άλλος... Έχεις σκεφτεί ποτέ σου πόσο δυνατό σε κάνουν όλα αυτά μαζί?" Τσουκ απάντησε ο Τσιπ.. "Η πραγματική δύναμη κρύβεται μέσα σου και για να τη βρεις πρέπει πρώτα να μάθεις να εκτιμάς αυτά που έχεις..", συμπλήρωσε ο σοφός και πέταξε μακριά προς την ανατολή...
Ένα πικρόγλυκο συναίσθημα είχε πλέον καταβάλει το μικρό Τσιπ.. Η ιδέα ότι δε θα μπορούσε ποτέ να σπάει ολόκληρα κλαδιά και να ξεριζώνει δέντρα όσο ήταν σ' αυτό το σώμα τον στεναχωρούσε ακόμη, αλλά απ' την άλλη ένιωθε όμορφα στην σκέψη πως, αν ο ελέφαντας είχε το μέγεθός του δε θα μπορούσε να σηκώσει ούτε ένα φυλλαράκι!.. Ήταν πολύ μπερδεμένος και το μόνο σίγουρο ήταν πως είχε πολλά να σκεφτεί στο δρόμο της επιστροφής...
Πίσω στη φωλιά είχαν όλοι ανησυχήσει για το που βρισκόταν τόσες μέρες νομίζοντας πως είχε πεθάνει και μόλις τον εντόπισαν με τις κεραίες τους να έρχεται απ' τα βάθη της ζούγκλας χάρηκαν τόσο πολύ που έστησαν επί τόπου χορό.. Όταν πια έφτασε, αν και κουρασμένος, διηγήθηκε μπροστά σ' όλους το ταξίδι του και τους είπε για τις πολύτιμες γνώσεις που πήρε απ' το σοφό και για όλα όσα έμαθε.. Τιμωρήθηκε λίγο βέβαια απ' τους υπεύθυνους για τη φυγή του χωρίς ενημέρωση, αλλά είχε κερδίσει τόσα πολλά απ' όλο αυτό που δεν τον ένοιαζε καθόλου.. Από την επόμενη μέρα ήταν ένα τελείως διαφορετικό μυρμήγκι. Πιο σίγουρο για τον εαυτό του, πιο ώριμο, πιο δυνατό... Και προς έκπληξη όλων στο τέλος του Αυγούστου είχε μαζέψει σχεδόν διπλάσια σοδειά απ' όση μάζευε συνήθως και η αποικία τους είχε πλέον σίγουρα εξασφαλίσει την απαραίτητη τροφή για ολόκληρο το χειμώνα...

Τετάρτη 25 Αυγούστου 2010

Embraced By Madness


"Are you lost sir?", he asked... "Have I really lost my mind?", I whispered... (Blood in my hand.) Then I stayed looking at the broken pieces of the mirror. The broken pieces of my heart...

It's been a year since you left... So much time, so fast, but still... I can't think of anything else, I can't forget, I just can't... How I wish you were here standing next to me like nothing's happened.. I miss you.. Your voice, your smile, your eyes, your every single move... I wonder, do you dream of me? Do you feel the same? Do you remember me? Am I still in your head? Was it all for fun?... So many question with not even an appeasing answer.. Not even a fake one to make me feel at least better for a while.. But I'm still waiting holding faith carefully in my lonely hands...
Yesterday as I was walking through the streets of sorrow I heard a little bird talking about you.. It said that you've been doing fine, that you made your life and you still keep that smile on your face.. But I guess this time is for someone else...
I left, I couldn't stay to hear anymore, I couldn't stand it.. Cryin'?... No I won't cry, maybe 'cause I'm too old for this, but I'd rather bury the tears in my heart 'till I'm slowly drowned inside.. Painfully and silently.. And you'll never learn... How much I loved you, how hard it was to live with this.. How hard is... To feel...
So, now I don't even know how to play my part right.. Well, it seems you've past so much in your life that my pure magic wasn't enough to keep you with me.. And I know I'll never be able to accept this and face the truth, I know I'll never be able to say goodbye.. This simple, but so hard word to say.. Even for me... I'll always be thinking, dreaming, asking... Why..? Why it has to be this way... And believe this, even after a thousand years I'll still feel the same.. I'll always love you, do you hear me? Always... And that's the worst part of me.. You...

"...Just give me another drink now mister and let me end my story please..."
...It was an unforgettable night.. 'At least I hope that you made the right choice and you won't regret this someday', I told her and then I left the room.. I still remember her eyes looking at me trying to say something in vain...
"...Um, excuse me sir, what is your name you said?... ...Do I know you from somewhere?... ...Just leave me alone at last..."

Πέμπτη 19 Αυγούστου 2010

The Illusion Of Living With Facts



Ο μικρός Φρέντυ κοίταξε τα άστρα στον κατάμαυρο ουρανό απ' το παράθυρο του δωματίου του και πριν καληνυχτίσει τη μητέρα του τη ρώτησε: "Θα ξημερώσει άραγε πάλι αύριο?" Εκείνη του χαμογέλασε και είπε: "Μα φυσικά", όπως ίσως θα 'λεγαν πολλοί από μας αν τους ρωτούσες...

Πως όμως μπορείς να είσαι τόσο σίγουρος για κάτι που στην ουσία είναι άγνωστο?..
Σίγουρος. Μια απλή λέξη κι όμως τόσο τεράστια η έννοιά της για τους ανθρώπους.. Το ότι κάτι συμβαίνει κάθε μέρα εδώ και χιλιάδες χρόνια τώρα δε σημαίνει πως απαραίτητα θα συμβεί και αύριο, ή μεθαύριο.. Τίποτα δεν το κάνει δεδομένο, όπως και πολλά καθημερινά πράγματα εκεί έξω που μοιάζουν απλά δεν είναι δεδομένα.. Η αίσθηση της συνήθειας μας ξεγελάει πολλές φορές και ξεχνάμε να αναρωτηθούμε.. Η ψευδαίσθηση του ότι μόλις ξυπνήσεις όλα θα είναι και πάλι όπως τ' άφησες πριν κοιμηθείς σε γερνάει στο παραμύθι...
Κάποιος φιλόσοφος κάποτε είπε: "Ποτέ μην κρίνεις κάτι αν δεν γνωρίζεις την αρχή και το τέλος του".. Μέχρι ο ήλιος να σβήσει οριστικά λοιπόν πάντα θα υπάρχει η πιθανότητα αύριο να μην ξημερώσει... Όσο περίεργο κι αν ακούγεται, όσο λίγες πιθανότητες κι αν έχει.. Σοφός αυτός που ζει τη στιγμή λαμβάνοντας υπόψιν του πως όλα μπορούν ν' αλλάξουν μέσα σε μια στιγμή.. Το μόνο ίσως δεδομένο είναι ο θάνατος...

Τα χρόνια πέρασαν και ο Φρέντυ μεγάλωσε.. Ωρίμασε. Μια μέρα του ήρθε στο μυαλό η ίδια ερώτηση που είχε κάνει τότε στη μητέρα του.. Μόνο που αυτήν τη φορά όλοι γέλασαν μαζί του... Κατέβασε το κεφάλι και έμεινε εκεί να σκέφτεται για λίγα δευτερόλεπτα.. Έπειτα ξανακοίταξε τον ουρανό και ύστερα (ξ)έφυγε γελώντας μαζί τους...

Δευτέρα 16 Αυγούστου 2010

Ο Πίνακας



  Έσβησε το τσιγάρο του, έσφιξε τη γραβάτα απ’ το καινούργιο του μπλε σακάκι και μπήκε μέσα. Στην αίθουσα αναμονής περίμενε αρκετός κόσμος. Λογικό, σκέφτηκε, θέση υποδιευθυντή είναι αυτή, σε μεγάλη εταιρία με λαμπρό μέλλον, λογικό είναι να περιμένει τόσος κόσμος. Κοίταζε τους άλλους υποψήφιους. Άλλοι ήρεμοι, άλλοι εμφανώς πιο αγχωμένοι. Αυτός? Αυτός ήταν σίγουρος για τον εαυτό του. Δεν υπήρχε περίπτωση. Είχε κάθε δικαίωμα να νιώθει αυτή τη σιγουριά. Τα τελευταία χρόνια έκανε πολύ υπομονή. Ανέχθηκε πράγματα που δεν έπρεπε να ανεχτεί. Είπε ψέμματα που δεν έπρεπε να πει. Έκανε αυτό – που μισούσε να τ’ ακούει αλλά βαθιά μέσα του ήξερε πως είναι αλήθεια, πάτησε σε άλλους για να αναδειχθεί. Όλα αυτά τον έφεραν σε αυτή τη μέρα, σήμερα. Και άξιζε. Το έλεγε στον εαυτό του συνέχεια απ’ το πρωί. Άξιζε. Ήταν με διαφορά αυτός με τις περισσότερες πιθανότητες για να πάρει τη θέση. Άξιζε.
  Περίμενε αρκετές ώρες. Ήταν φαίνεται τελευταίος στη σειρά. Ο ένας μετά τον άλλον υποψήφιο έμπαιναν στο γραφείο για τη συνέντευξη. Οι περισσότεροι από αυτούς βγαίναν δυσαρεστημένοι, απογοητευμένοι. Λίγοι μόνο διατηρούσαν μια μικρή ελπίδα. Έφτασε η σειρά του. «Κύριε», ακούστηκε η φωνή της γραμματέας «είστε ο επόμενος». Σηκώθηκε. Καθώς προχωρούσε προς την πόρτα παρατήρησε στα δεξιά του κάτι πολύ περίεργο. Ήταν ένας πίνακας. Ένας μικρός αλλά πολύ άσχημος πίνακας. Τον κοίταξε καλύτερα. Ήταν ένας άνδρας. Ένας νεαρός άνδρας, πολύ άσχημος. Έδειχνε ταλαιπωρημένος και βρώμικος. Κοίταξε το πρόσωπό του. Γεμάτο ουλές, τα χείλη του ματωμένα και ξερά. Τα μάτια του λευκά. Ολόλευκα. Ήταν με σιγουριά ο πιο άσχημος και θλιβερός πίνακας που είχε δει ποτέ του. Ξαφνικά χαμογέλασε. « Έχουμε το ίδιο σακάκι, γέλασε. Περίεργο.»
  «Καλός είστε», άκουσε τη φωνή της γραμματέας, «Θα τα πάτε μια χαρά».








(Από ένα φίλο, τον Μπλε..)

Τρίτη 10 Αυγούστου 2010

Who... When I'm Gone?


Κάποτε...

Κάποτε με σκεφτόσουν...
Κάποτε μου τηλεφωνούσες συνεχώς..
Κάποτε ήθελες να ξέρεις τι κάνω κάθε λεπτό..
Κάποτε με παρεξηγούσες αν σε ξεχνούσα έστω και για λίγο..
Κάποτε ήμουν ο τελευταίος άνθρωπος που έλεγες καληνύχτα και ο πρώτος που έλεγες καλημέρα..
Κάποτε το χέρι μου ήταν το μαξιλάρι σου...
Κάποτε έψαχνες την αγκαλιά μου...
Κάποτε ήθελες...

Κάποτε με ρωτούσες πως είμαι..
Κάποτε δεν περνούσαν ούτε δυο ώρες χωρίς να μιλήσουμε..
Κάποτε δεν ήθελες να φεύγω...
Κάποτε με ρωτούσες τι θα κάνω άμα εσύ κοιμηθείς..
Κάποτε ίσως και να μ' έβλεπες στον ύπνο σου..
Κάποτε σε νανούριζα με τα παραμύθια μου..
Κάποτε ήσουν το ξυπνητήρι μου..
Κάποτε περνούσαμε όλη τη μέρα μαζί..
Κάποτε σ' έβλεπα όλη την ώρα χαρούμενη...
Κάποτε ήμουν το παρόν σου...

Κάποτε μου έδωσες φτερά..
Κάποτε δε μου μιλούσες αναγκαστικά..
Κάποτε δε μου κρατούσες μυστικά...
Κάποτε δε χρειαζόταν να μου δικαιολογήσαι για τίποτα..
Κάποτε μου είπες πως σου έλειπε το χαμόγελό μου...
Κάποτε μου έδωσες λόγο να ξυπνάω πάλι τα πρωινά..
Κάποτε ήμουν εκεί για 'σένα..

Μα τώρα, ποιος θα σε προσέχει?






(Το κομμάτι εξαιρετικά αφιερωμένο...)
Kiitos...