Όταν έφτασα ήταν ήδη αργά... Δεν πρόλαβα να σκεφτώ πολλά, ούτε καν ν' αντιδράσω.. Όλα γύρω μου έσβησαν απότομα και ένιωσα το σώμα μου να αιωρείται ανάμεσα σε έναν αποπνικτικό νέφος μετάνοιας.. Το λιγοστό φως που έμπαινε απ' το παράθυρο σταματούσε ακριβώς στο κέντρο του δωματίου, κάτω απ' τα πόδια της λες και την περίμενε, σαν ένα βασιλικό μονοπάτι που τελειώνει κάπου εκεί πάνω.. Εκεί όπου δεν υπάρχει τέλος. Εκεί όπου κανείς δεν ξέρει που...
Και αυτό ήταν το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι. Το επόμενο πρωί με βρήκε σιωπηλό πάνω σ' ένα κρεβάτι, ανάμεσα σε δεκάδες φωνές γύρω μου να προσπαθώ ν' ανασυγκροτήσω τις σκέψεις μου μήπως και καταφέρω ν' αρθρώσω κάποια λέξη.. Και ήταν λες και είχα μόλις ξυπνήσει από εφιάλτη.. Όχι, δεν ήθελα να συμβεί αυτό σε καμία περίπτωση...
Όλες οι υποσχέσεις σου, όλα σου τα Θα... Σαν βέλη τρύπησαν την καρδιά μου και φώλιασαν εκεί μέχρι που πνίγηκα απ' τα ασφυκτικά "γιατί", μέσα σε μια λίμνη πόνου και ζήλιας.. Θα σ' αγαπώ για πάντα, θα σε προσέχω μικρέ μου άγγελε ό,τι κι αν συμβεί, είχες πει κάποτε... Και που ήσουν όταν σε χρειάστηκα, όταν ήθελα κάποιον να με προστατέψει? Από 'μένα, από 'σένα..
Κάποιος μου έφερε ένα ποτήρι νερό. Μου φάνηκε τόσο διαυγές... Σαν να μπορούσα να κολυμπήσω μέσα του. Να σωθώ.. Να μη θυμάμαι.. Ένας άλλος με ρώτησε 'πως αισθάνεσαι;'. Ποτέ δεν την κατάλαβα αυτή την ερώτηση. Άσε που δεν ξέρω την απάντηση, αλλά και να την ήξερα, τι θα μπορούσες ρε μαλάκα να καταλάβεις απ' αυτήν, ήθελα να του πω.. Δεν ξεστόμισα όμως λέξη. Χαμένος κόπος. Έριξα πίσω το κεφάλι μου, έκλεισα τα μάτια και βόλεψα τον αυχένα μου στο μαξιλάρι. Κάτι κουκκίδες έπαιζαν κρυφτό πίσω απ' τα βλέφαρά μου και το άρωμα της, το άρωμα της.. Μ' έκανε να θέλω να την αγκαλιάσω πάλι. Ξανά.. Πως γίνεται αυτό που έχει μείνει από κείνη, να 'ναι μόνο το άρωμά της; Διαλυμένα όλα στο δωμάτιο κι η οργή μου ασίγαστη. Ολόκληρο τον κόσμο να καταστρέψω τώρα, δεν θα ημερέψει το μέσα μου..
Ποτέ δε θα με καταλάβεις, γιατί ποτέ δεν ήσουν πραγματικά δίπλα μου. Και όλα τα όνειρα που κάναμε μαζί σαν σταγόνες της βροχής έσκασαν στη γη με μανία και απορροφήθηκαν απ' το χώμα μέχρι που εξαφανίστηκαν σαν να μην υπήρξαν ποτέ.. Το μόνο που θες είναι να περνάς καλά και εγώ ήμουν ένα απ' τα καλύτερα παιχνίδια σου. Γιατί σ' εμπιστεύτηκα, γιατί σε πίστεψα... Και δυστυχώς άργησα να καταλάβω, αλλά ως εδώ ήταν...
Πάντα μ' άρεσε να στέκομαι στο χείλος του γκρεμού και να κοιτάζω κάτω. Η έλξη του κενού να με διαπερνά κι εγώ να φλερτάρω μ' ένα μετέωρο βήμα, που ήξερα πως τελικά, δεν θα έκανα. Κάπως έτσι ήταν και με 'κείνη. Θα μπορούσα να ορίσω με πολλές λέξεις τι φάση παιζόταν, αλλά καμιά δεν θα ήταν ακριβής. Και τώρα, δεν υπάρχει πια το περιθώριο, ν' αλλάξω τίποτα. Τ' άλλαξε όλα η ζωή. Μοιράστηκαν τα φύλλα. Δεν έχω κανένα άσο. Πως έγινε ρε γαμώτο; Γιατί δεν θυμάμαι; Σαν να χάλασε το παζλ και τώρα που θέλω να το ξαναφτιάξω, κάποιος μου κρύβει κομμάτια. Τι επίλογο έγραψες, ρε μάτια μου; Άργησα να σε σώσω από 'μένα..
Κουράστηκα να προσπαθώ συνέχεια μόνη μου. Να ξαναχτίζω ό,τι γκρέμισες.. Απ' το εγώ μου, απ' το εμάς.. Πάντα μου 'λεγες θα είμαι εκεί για 'σένα. Και που είσαι τώρα? Ούτε εσύ ξέρεις πια... Μόνο όταν πίνεις με θυμάσαι.. Συγνώμη, αλλά σήμερα ξέρεις.. Ξέμεινα, το μπουκάλι μου άδειασε. Όμως δε πειράζει, άλλωστε ποιος νοιάζεται.. Ό,τι έγινε έγινε. Ίσως κάποια μέρα, ακούγοντας το αγαπημένο μας τραγούδι, κοιτάξεις εκεί ψηλά στο γαλάζιο τ' ουρανού και καταλάβεις πως... Ξέχνα το, τέλος χρόνου...
Αυτό που με τρελαίνει, δεν είναι οι πόνοι απ' τα διαλυμένα κόκκαλα, δεν είναι η θολούρα των ηρεμιστικών, δεν είναι τα γκρίζα κουστουμαρισμένα τυπάκια, που πηγαινοέρχεσαι με ασυρμάτους και κρυμμένα πιστόλια στους γοφούς, εκτοξεύοντας θεωρίες. Τάχα μου γαμάω και δέρνω. Στ' αρχίδια μου όλα. Το μόνο που με νοιάζει είναι αυτό το ύπουλο κιτρινισμένο «ποτέ» που μου καίει τον ουρανίσκο, σαν το χειρότερο φτηνό άφιλτρο. Ποτέ. Μπήκε η τελεία. Τέλος. Ότι ζήσαμε: τέλος. Ποτέ. Ποτέ ξανά. Ποτέ.
Ίσως τελικά το λίγο της ζωής μου δεν ήταν αρκετό για 'σένα.. Ίσως ζήτησα πολλά και μόνο αυτό ν' αξίζω.. Και δε μετανιώνω για τίποτα, τίποτα δε σου ζητάω πίσω. Μόνο άσε μου τη γεύση σου στα χείλη μου, άσε με να πάρω μαζί μου τη μυρωδιά σου, το βλέμμα σου, τ' άγγιγμά σου στο κορμί μου.. Γιατί φεύγω, μα δε θα χαιρετήσω. Και ώρες ώρες σκέφτομαι πως φτάσαμε ως εδώ.. Λυπάμαι για τον κόπο μας, τα ξεχασμένα όνειρά μας.. Αυτή τη φορά όμως δε θα κάνω το ίδιο λάθος, όχι άλλες συγγνώμες.. Αντίο.
Ακούω μερικούς εργάτες κάτω στο δρόμο. Δεν τους βλέπω. Θόρυβοι από πατημασιές, ξύλα, σφυριά, μέταλλα. Μυρωδιά από ροκανίδια. Κατακαθίζει λες πάνω μου αυτή η σκόνη.. Πότε βρίζουν και πότε τραγουδάνε.. Κι όταν περνούν κορίτσια, ξεδιπλώνουν τα γλοιώδη τους σφυρίγματα. Τι κάνει μια απόσταση ασφαλείας, ε; Αν ερχόντουσαν πρόσωπο με πρόσωπο μ' ένα απ' αυτά τα κορίτσια, θα στέκονταν σούζα όλα αυτά τα αντράκια. Το 'ξερω γιατί θυμάμαι πως ένιωσα όταν με κοίταξες.. Σαν να μου πήρες το τελευταίο μου εισιτήριο για την κόλαση. Σαν ν' άνοιξες με κόφτη μια τρύπα στα συρματοπλέγματα και μπήκες στο φράχτη μου. Λίγο πιο πίσω αν είχες μείνει. Σε μια απόσταση ασφαλείας.. Δεν θα 'μασταν τώρα έτσι. Ούτε εσύ, ούτε εγώ. Ποτέ. Αναρωτιέμαι τι πρόλαβες να καταλάβεις πριν.. Αν είδες πόσο βαθιά, πόσο αμετάκλητα κατεστραμμένος είμαι. Τόσο που δεν αντέχω καν την πιθανότητα να σωθώ. Προτιμώ να σκοτωθώ. Ποτέ. Ποτέ πια. Ποτέ ξανά. Ποτέ. Καμένο χαρτί γεννήθηκα. Αν το είχες μόνο καταλάβει πριν..
Ποτέ μου δε θα ξεχάσω εκείνη τη φρικιαστική εικόνα στο δωμάτιο.. Ποτέ δε θα σε ξεχάσω. Μα ακόμη όμως δεν κατάλαβα το λόγο... Γιατί? Γιατί ζωή μου? Γιατί έπρεπε να το κάνεις αυτό?.. Και εγώ ακόμη εκεί, πάνω σ' εκείνο το κρεβάτι, αμίλητος, μουδιασμένος απ' τις αμέτρητες σκέψεις που σαν δηλητήριο στο αίμα μου τρώνε σιγά σιγά την ψυχή μου, περιμένω πλέον... Το τίποτα.