Αυτή ήταν τόσο μικρή για τον κόσμο γύρω της και τα φτερά της τόσο αδύναμα για να πετάξει μακριά τους... Αυτός τόσο δυνατός στα μάτια των άλλων, αλλά και τόσο αδύναμος να τη βοηθήσει από εκεί κάτω χωρίς φτερά... Ήθελε, αλλά δε μπορούσε..
Και οι ελπίδες γερνούσαν καθώς ο χρόνος κυλούσε χωρίς ποτέ κανείς τους να μιλήσει.. Έτσι, αποδεχόμενος τη μοίρα τους, έμενε να την κοιτάζει κάθε πρωί και κάθε βράδυ να πετάει από λουλούδι σε λουλούδι με το πιο θλιμμένο τίναγμα φτερών που είχε γνωρίσει.. Τα χρώματά της σκόρπιζαν το μαύρο στον ανούσιο ουρανό του.. Και δάκρυζε η ψυχή του απ' την ανικανότητα της ύπαρξής του σε κάθε της βλέμμα.. Η θλίψη της, σαν δηλητήριο στη μικρή καρδιά του, του έτρωγε τη ζωή μέρα με τη μέρα και όμως εκείνη δεν ήξερε τίποτα.. Και αν υπήρχε κάτι να κάνει για να τη δει χαρούμενη θα το έκανε χωρίς δεύτερη σκέψη.. Ήταν έτοιμος ακόμη και να πεθάνει οποιαδήποτε στιγμή αρκεί εκείνη να του το ζητούσε ως αντάλλαγμα της ευτυχίας της.. Δυστυχώς όμως δε θα έφτανε ούτε αυτό...
Ο πόνος του είχε αρχίσει να γίνεται αβάσταχτος και η μόνη διέξοδος των αποπνικτικών συναισθημάτων του ήταν η μουσική.. Ήταν το κρυφό του καταφύγιο.. Έτσι κάθε νύχτα, αφού την έβλεπε να πέφτει για ύπνο, πήγαινε πίσω στο βάλτο του, εκεί ανάμεσα στα βράχια και έβρισκε μια άνετη θέση για να τραγουδήσει παρέα με την απόγνωσή του.. Και τραγουδούσε τόσο ωραία έλεγαν, που σε κάθε του νότα άνθιζε και ένα μπουμπούκι..
Ένα βράδυ όμως συνέβη κάτι απρόσμενο για την μίζερη καθημερινότητά τους.. Η πικρόγλυκη μελωδία της φωνής του σε συνδυασμό με την αϋπνία της την έφερε κοντά του.. Ήταν όμως τόσο ντροπαλή που φοβήθηκε να του αποκαλύψει την παρουσία της και έτσι έμεινε να κρυφακούει πίσω από ένα μικρό παπαρουνόφυλλο.. Τότε για πρώτη φορά στη ζωή της ένιωσε την απόλυτη ηρεμία.. Και ήταν τόσο όμορφο συναίσθημα.. Πλέον όλα γύρω της έμοιαζαν τόσο οικία που άφοβα έκλεισε τα μάτια της και χωρίς να σκέφτεται τίποτα αφέθηκε στη μεθυστική μουσική του...
Το επόμενο βράδυ τον επισκέφθηκε ξανά.. Κρυφά.. Και το ίδιο συνέβη και το παρεπόμενο και το παρεπόμενο.. Εθίστηκε μάλιστα τόσο πολύ που ένα βράδυ δε μπόρεσε να κρατηθεί και βγήκε απ' την κρυψώνα της.. Και έτσι, προτού καλά καλά το καταλάβει και η ίδια, μ' ένα χορευτικό φτερούγισμα είχε ήδη βρεθεί μπροστά του...
Ακολούθησαν μερικά δευτερόλεπτα απόλυτης σιωπής όπου και οι δύο είχαν παγώσει από αμηχανία.. Γρήγορα όμως όλα επανήλθαν με το πρώτο χαμόγελο.. Ναι, ήξερε τι έπρεπε να κάνει... Το τραγούδι συνεχίστηκε μέχρι το ξημέρωμα χωρίς κανείς τους να πει κουβέντα από φόβο μη χαλάσει τη μαγεία της στιγμής... Και ήταν η πιο όμορφη νύχτα της ζωής του..
Λίγο πριν φύγει του μίλησε... Ήταν η πρώτη φορά, οι πρώτες ντροπαλές λέξεις.. Έπειτα της μίλησε και αυτός.. Και είχε τόσα να της πει... Ποιος θα το πίστευε πως θα ερχόταν αυτή η στιγμή... Και ήταν τόσο χαρούμενοι και οι δύο λες και μόλις είχε ξεκινήσει η ζωή τους.. Και σίγουρα κάπως έτσι ήταν...
Αυτός την παρακολουθούσε κάθε μέρα και αυτή τον άκουγε κάθε νύχτα.. Τόσο καιρό ήταν τόσο κοντά, αλλά και τόσο μακριά ο ένας απ' τον άλλο χωρίς ουσιαστικό λόγο..
Τι χαζό και ανούσιο πράγμα η ντροπή...
Από τότε ήταν κάθε μέρα μαζί και κανείς τους δε θα το άλλαζε αυτό για τίποτα.. Ένα βράδυ μάλιστα του είχε πει κιόλας πόσο χαρούμενη ήταν πλέον ακούγοντας τη μουσική του και από τότε αυτός της υποσχέθηκε πως δε θα ξανατραγουδήσει παρά μόνο για το πιο όμορφο πλάσμα του κόσμου... Με την ελπίδα να τη βλέπει για πάντα ευτυχισμένη...