"Πήγαινε κάθισε μόνος σου σε ένα ήσυχο και όμορφο για 'σένα μέρος μακριά απ' τη φασαρία τους και αφού βάλεις τ' ακουστικά πάτα το play", μου είπε... "Θυμήσου την, ξέθαψέ την απ' την αποθήκη της γερασμένης σου μνήμης και άφησε τον εαυτό σου ελεύθερο να νιώσει, να κλάψει (και ας μην κλάψεις)... Μη σκεφτείς όμως τίποτε άλλο, μην τους αφήσεις να σου αποσπάσουν την προσοχή, μην ανοίξεις τα μάτια.. Θα είναι ιερή στιγμή αυτή για να τη σκοτώσεις έτσι απλά", μου ξαναείπε και μετά έφυγε χαμογελώντας... Ήταν η τελευταία φορά που είδα τον ασπροφορεμένο τύπο πριν εξαφανιστεί βιαστικά στο στενό του απέναντι δρόμου.. Με τρόμαξε, αλλά για ένα περίεργο λόγο τον πίστεψα.. Και πήγα. Τα 'κανα όλα κατά γράμμα.. Και τότε...
Τότε σε είδα πάλι μπροστά μου.. Σε συνάντησα έτσι στα ξαφνικά και όλα επέστρεψαν μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα.. Σε είδα να περπατάς προς το μέρος μου αργά και καμαρωτά ντυμένη με τα χρώματα τ' ουράνιου τόξου.. Και σε κάθε σου πάτημα άνθιζαν τριαντάφυλλα.. Σε κάθε κούνημα των χεριών σου ο αέρας χόρευε στο ρυθμό της γαλήνης.. Και τα πουλιά με το πιο προσεκτικό τους πέταγμα προστάτευαν κάθε τρίχα των μεταξένιων μαλλιών σου.. Και ήταν λες και βγήκες από παραμύθι... Όπως τότε που σε είχα πρωτογνωρίσει...
Θυμήθηκα ξανά τη μυρωδιά σου, ένιωσα ξανά τη γεύση σου, άκουσα πάλι τη φωνή σου.. Και τότε πέρασαν από μπροστά μου όλες εκείνες οι πικάντικες μέρες μας.. Τότε που σ' έβλεπα για λίγο, μεσ' στην ένταση και στο φόβο, μεσ' στη διάθεση και στα νεύρα.. Που ερχόμουν να σε βρω για λίγο και μετά έφευγα για λίγο περισσότερο... Και μετά ξανά ερχόμουν όσο πιο γρήγορα μπορούσα.. Για να σε δω... Είχα ξεχάσει πόσο όμορφα μάτια έχεις.. Είχα ξεχάσει πόσο βλάκας ήμουν.. Τότε...
Και ήταν αλήθεια, ήσουν εκεί για 'μένα!.. Τόσο χαρούμενη, τόσο ξένοιαστη, τόσο ήρεμη.. Προσπάθησα να σ' αγγίξω μα συνέχεια σ' έχανα για λίγο.. Για λίγο, όπως τότε... Ήθελα τόσο πολύ να σ' αγγίξω και πάλι, έστω για λίγο... Και όταν "κατάλαβα" ένιωσα τα χείλη μου υγρά, γιατί δε μπόρεσα να κρατηθώ άλλο... Εκεί, κάπου στο 517-19 παρέα με κάποιους (ά)γνωστούς που ίσως δε θα ξαναδώ ποτέ... Αλλά πλέον δεν έχει καμία σημασία.. Μου φτάνει που ξαναπήγα στον παράδεισο έστω και για μερικά μόνο λεπτά...
Τότε σε είδα πάλι μπροστά μου.. Σε συνάντησα έτσι στα ξαφνικά και όλα επέστρεψαν μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα.. Σε είδα να περπατάς προς το μέρος μου αργά και καμαρωτά ντυμένη με τα χρώματα τ' ουράνιου τόξου.. Και σε κάθε σου πάτημα άνθιζαν τριαντάφυλλα.. Σε κάθε κούνημα των χεριών σου ο αέρας χόρευε στο ρυθμό της γαλήνης.. Και τα πουλιά με το πιο προσεκτικό τους πέταγμα προστάτευαν κάθε τρίχα των μεταξένιων μαλλιών σου.. Και ήταν λες και βγήκες από παραμύθι... Όπως τότε που σε είχα πρωτογνωρίσει...
Θυμήθηκα ξανά τη μυρωδιά σου, ένιωσα ξανά τη γεύση σου, άκουσα πάλι τη φωνή σου.. Και τότε πέρασαν από μπροστά μου όλες εκείνες οι πικάντικες μέρες μας.. Τότε που σ' έβλεπα για λίγο, μεσ' στην ένταση και στο φόβο, μεσ' στη διάθεση και στα νεύρα.. Που ερχόμουν να σε βρω για λίγο και μετά έφευγα για λίγο περισσότερο... Και μετά ξανά ερχόμουν όσο πιο γρήγορα μπορούσα.. Για να σε δω... Είχα ξεχάσει πόσο όμορφα μάτια έχεις.. Είχα ξεχάσει πόσο βλάκας ήμουν.. Τότε...
Και ήταν αλήθεια, ήσουν εκεί για 'μένα!.. Τόσο χαρούμενη, τόσο ξένοιαστη, τόσο ήρεμη.. Προσπάθησα να σ' αγγίξω μα συνέχεια σ' έχανα για λίγο.. Για λίγο, όπως τότε... Ήθελα τόσο πολύ να σ' αγγίξω και πάλι, έστω για λίγο... Και όταν "κατάλαβα" ένιωσα τα χείλη μου υγρά, γιατί δε μπόρεσα να κρατηθώ άλλο... Εκεί, κάπου στο 517-19 παρέα με κάποιους (ά)γνωστούς που ίσως δε θα ξαναδώ ποτέ... Αλλά πλέον δεν έχει καμία σημασία.. Μου φτάνει που ξαναπήγα στον παράδεισο έστω και για μερικά μόνο λεπτά...