"Πρόσεχε μην παραπατήσεις και πέσεις", ήταν οι πρώτες λέξεις που θυμάμαι να άκουσα... Άνοιξα τα μάτια και κοίταξα γύρω μου.. Κανείς... Και εγώ περπατούσα, έτσι έμοιαζε... Σταθερά βήματα. Ξαφνικά συνειδητοποίησα πως δεν ήμουν εγώ, δεν ήταν το σώμα μου αυτό.. Κι όμως ήμουν μέσα. Δε ξέρω πόση ώρα, ίσως ώρες, ίσως μέρες, μήνες... Και πήγαινε ίσια σ' ένα αόρατο μάλλον μονοπάτι που δε φαινόταν το τέλος του, αν υπήρχε.. Δεν έβλεπα καλά, τα πάντα ήταν μαύρα ή κάτασπρα από υπερβολικό φως, εναλλάξ σε κάποια σημεία στους απέναντι τοίχους.. Λευκό. Αλλά δε μπορούσα να πλησιάσω τις πηγές, δε μπορούσα ν' αλλάξω την πορεία του.. Αριστερά και δεξιά κενό, το τίποτα από κάτω μας.. Και από παντού μια εκκωφαντική, σιχαμένη, παράφωνη νεκρική μελωδία να έρχεται και να σβήνει ξανά και ξανά.. Στον αέρα γκρι κοράκια πετούσαν ανάποδα πηγαίνοντας πίσω, κοιτώντας μπροστά.. Μα πίσω δε μπορούσα να κοιτάξω.. Δε γύριζε τόσο το κεφάλι, δε σταματούσαν εκείνα τ' αναθεματισμένα πόδια.. Έπρεπε να συνεχίσω μπροστά, το ένιωθα κι ας μην ήξερα το λόγο.. Δεν έβγαινε η φωνή μου, ήμουν ξένος εδώ.. Μα που πήγε η φωνή μου?...
Είχε πλέον κοντέψει πάρα πολύ.. Όταν έφτασα στην ίδια ευθεία σταμάτησε για λίγο.. Κοίταξα δεξιά.. Το φως λιγόστεψε και εμφανίστηκε από πίσω ένα παράθυρο.. Μια γιαγιά κλωστή κλωστή κατέστρεφε ένα πολύχρωμο ατελείωτο μακρύ κέντημα που έμοιαζε με φιλμ φωτογραφικής μηχανής.. Δάκρυσε... Και ένα μικρό παιδάκι παρακολουθούσε αμίλητο, καθισμένο στο πάτωμα στα τρία μέτρα...
Τα βήματα ξανάρχισαν, η εικόνα χάθηκε στο φως... Σε λίγο ένα γέλιο ειρωνείας διέκοψε τη σπαστική μελωδία και αμέσως μετά επικράτησε η απόλυτη ησυχία.. Βγήκε απ' το στόμα μου, αλλά δεν το 'κανα εγώ σίγουρα.. Τι περίεργο, ένιωθα σαν φυλακισμένος.. Σταμάτησε πάλι. Αυτή τη φορά το παράθυρο ήταν αριστερά και μέσα μια παρέα σ' ένα μάλλον κήπο, όρθιοι και αγκαλιασμένοι.. Όλοι χαμογελαστοί, όχι απαραίτητα χαρούμενοι, με φωτοστέφανα πάνω απ' τα κεφάλια τους, ακίνητοι σαν αγάλματα λες και περίμεναν το κάτι να τους πάρει από 'κει... Λίγο πριν φύγω πρόλαβα να διαβάσω μια ξεθωριασμένη επιγραφή χαραγμένη στο τζάμι: "Χαμένα Χρόνια"...
Όλα επέστρεψαν, μαζί και η μελωδία.. Τα κοράκια τώρα ψιθύριζαν λέξεις μ' ανθρώπινες φωνές στο πέρασμά τους.. Τόσα γρήγορα που δεν καταλάβαινες τίποτα απ' όσα έλεγαν.. Η επόμενη πηγή φωτός σχεδόν με τύφλωσε.. Ήταν ένα ζευγάρι, υποθέτω.. Αυτή κρατούσε μια μαδημένη μαργαρίτα και είχε ένα λυπημένο βλέμμα.. Ίσως και κουρασμένο.. Αυτός την ακούμπησε προσεκτικά και είπε: "Εγώ φταίω που σε πίεσα.. Αν ήταν στο χέρι σου και μόνο θα το είχες σταματήσει καιρό τώρα.. Συγγνώμη, αντίο...", έπειτα έμεινε πλάι της μέχρι που ύστερα από αρκετή ώρα έφυγα, έφυγε...
Και το ανούσιο ταξίδι συνεχίστηκε.. Πλέον δεν ένιωθα τίποτα και ακόμη δεν καταλάβαινα.. Αλλά το ενδιαφέρον χάθηκε.. Δεν ήθελα να ξέρω πια.. Έκλεισα τ' ασήκωτα εκείνα βλέφαρα. Τα βήματα τώρα μου τρυπούσαν τ' αυτιά σε κάθε τους πάτημα και ο πόνος ήταν τόσο δυνατός λες και μου φύτευαν καρφιά στο στέρνο.. Δεν ήξερα πόση ώρα θ' άντεχα, αλλά δε μ' ένοιαζε.. Τα ξανάνοιξα. Τα πουλιά ξαφνικά πάγωσαν και έπεσαν όλα στο κενό.. Σε δευτερόλεπτα έσβησαν στο μαύρο. Μια κραυγή απόγνωσης σταμάτησε ακαριαία τη στενή φυλακή μου, μαζί και τον πόνο.. Ο λυτρωτικός ήχος ήρθε απ' το πουθενά. Δεν είδα κανέναν. Μόνο εκείνο το φως πάλι και ένα θολό παράθυρο.. Μέσα ένα ξύλινο τραπέζι και στο πάτωμα ένα μπουκαλάκι μ' ένα κόκκινο υγρό και δίπλα μια μικρή ζυγαριά... Αυτό.
Πάλι βήματα, τώρα πολύ πιο ελαφρά. Σχεδόν νεκρά.. Κάπου στο βάθος φάνηκε μια πόρτα και από πάνω ένα ρολόι.. Χωρίς αριθμούς. Το τέλος?... Κόντεψε και την τελευταία πηγή.. Ήταν μόνος του εκεί. Γνωστό πρόσωπο, αλλά δε θυμόμουν τόπο και χρόνο.. Και τότε... Μόλις τον κοίταξα κατάματα είχε ήδη συμβεί.. Τον έβλεπα πίσω απ' το τζάμι, εγώ στο σώμα μου και αυτός μάλλον στο δικό του.. Τώρα κατάλαβα. Και οι λέξεις βγήκαν από μόνες τους μέσα απ' το στόμα μου: "Ποτέ δε θα ευχόμουν ή θα επιδίωκα το κακό σου, αλλά αν ποτέ σου συμβεί κάτι πραγματικά κακό να με θυμηθείς"... Σιωπή ξανά. Χωρίς φωνές, χωρίς μελωδίες, χωρίς... Μόνο το τρίξιμο της πόρτας καθώς άνοιγε.. Όλα τα φώτα χάθηκαν. Ο λεπτοδείκτης σταμάτησε.. Τον έχασα απ' τα μάτια μου.. Βασίλεψε το μαύρο. Δεν έβλεπα πλέον τίποτα, δε μπορούσα να κουνηθώ.. Δεν ήμουν. Και αυτή η απόλυτη ησυχία με τρέλαινε.. Δεν υπήρχε πια λόγος να έχω ανοιχτά τα μάτια μου.. Για μια στιγμή αναρωτήθηκα, γιατί να έκλαιγε η γιαγιά?... Έσβησα.. Αυτό ήταν.
Είχε πλέον κοντέψει πάρα πολύ.. Όταν έφτασα στην ίδια ευθεία σταμάτησε για λίγο.. Κοίταξα δεξιά.. Το φως λιγόστεψε και εμφανίστηκε από πίσω ένα παράθυρο.. Μια γιαγιά κλωστή κλωστή κατέστρεφε ένα πολύχρωμο ατελείωτο μακρύ κέντημα που έμοιαζε με φιλμ φωτογραφικής μηχανής.. Δάκρυσε... Και ένα μικρό παιδάκι παρακολουθούσε αμίλητο, καθισμένο στο πάτωμα στα τρία μέτρα...
Τα βήματα ξανάρχισαν, η εικόνα χάθηκε στο φως... Σε λίγο ένα γέλιο ειρωνείας διέκοψε τη σπαστική μελωδία και αμέσως μετά επικράτησε η απόλυτη ησυχία.. Βγήκε απ' το στόμα μου, αλλά δεν το 'κανα εγώ σίγουρα.. Τι περίεργο, ένιωθα σαν φυλακισμένος.. Σταμάτησε πάλι. Αυτή τη φορά το παράθυρο ήταν αριστερά και μέσα μια παρέα σ' ένα μάλλον κήπο, όρθιοι και αγκαλιασμένοι.. Όλοι χαμογελαστοί, όχι απαραίτητα χαρούμενοι, με φωτοστέφανα πάνω απ' τα κεφάλια τους, ακίνητοι σαν αγάλματα λες και περίμεναν το κάτι να τους πάρει από 'κει... Λίγο πριν φύγω πρόλαβα να διαβάσω μια ξεθωριασμένη επιγραφή χαραγμένη στο τζάμι: "Χαμένα Χρόνια"...
Όλα επέστρεψαν, μαζί και η μελωδία.. Τα κοράκια τώρα ψιθύριζαν λέξεις μ' ανθρώπινες φωνές στο πέρασμά τους.. Τόσα γρήγορα που δεν καταλάβαινες τίποτα απ' όσα έλεγαν.. Η επόμενη πηγή φωτός σχεδόν με τύφλωσε.. Ήταν ένα ζευγάρι, υποθέτω.. Αυτή κρατούσε μια μαδημένη μαργαρίτα και είχε ένα λυπημένο βλέμμα.. Ίσως και κουρασμένο.. Αυτός την ακούμπησε προσεκτικά και είπε: "Εγώ φταίω που σε πίεσα.. Αν ήταν στο χέρι σου και μόνο θα το είχες σταματήσει καιρό τώρα.. Συγγνώμη, αντίο...", έπειτα έμεινε πλάι της μέχρι που ύστερα από αρκετή ώρα έφυγα, έφυγε...
Και το ανούσιο ταξίδι συνεχίστηκε.. Πλέον δεν ένιωθα τίποτα και ακόμη δεν καταλάβαινα.. Αλλά το ενδιαφέρον χάθηκε.. Δεν ήθελα να ξέρω πια.. Έκλεισα τ' ασήκωτα εκείνα βλέφαρα. Τα βήματα τώρα μου τρυπούσαν τ' αυτιά σε κάθε τους πάτημα και ο πόνος ήταν τόσο δυνατός λες και μου φύτευαν καρφιά στο στέρνο.. Δεν ήξερα πόση ώρα θ' άντεχα, αλλά δε μ' ένοιαζε.. Τα ξανάνοιξα. Τα πουλιά ξαφνικά πάγωσαν και έπεσαν όλα στο κενό.. Σε δευτερόλεπτα έσβησαν στο μαύρο. Μια κραυγή απόγνωσης σταμάτησε ακαριαία τη στενή φυλακή μου, μαζί και τον πόνο.. Ο λυτρωτικός ήχος ήρθε απ' το πουθενά. Δεν είδα κανέναν. Μόνο εκείνο το φως πάλι και ένα θολό παράθυρο.. Μέσα ένα ξύλινο τραπέζι και στο πάτωμα ένα μπουκαλάκι μ' ένα κόκκινο υγρό και δίπλα μια μικρή ζυγαριά... Αυτό.
Πάλι βήματα, τώρα πολύ πιο ελαφρά. Σχεδόν νεκρά.. Κάπου στο βάθος φάνηκε μια πόρτα και από πάνω ένα ρολόι.. Χωρίς αριθμούς. Το τέλος?... Κόντεψε και την τελευταία πηγή.. Ήταν μόνος του εκεί. Γνωστό πρόσωπο, αλλά δε θυμόμουν τόπο και χρόνο.. Και τότε... Μόλις τον κοίταξα κατάματα είχε ήδη συμβεί.. Τον έβλεπα πίσω απ' το τζάμι, εγώ στο σώμα μου και αυτός μάλλον στο δικό του.. Τώρα κατάλαβα. Και οι λέξεις βγήκαν από μόνες τους μέσα απ' το στόμα μου: "Ποτέ δε θα ευχόμουν ή θα επιδίωκα το κακό σου, αλλά αν ποτέ σου συμβεί κάτι πραγματικά κακό να με θυμηθείς"... Σιωπή ξανά. Χωρίς φωνές, χωρίς μελωδίες, χωρίς... Μόνο το τρίξιμο της πόρτας καθώς άνοιγε.. Όλα τα φώτα χάθηκαν. Ο λεπτοδείκτης σταμάτησε.. Τον έχασα απ' τα μάτια μου.. Βασίλεψε το μαύρο. Δεν έβλεπα πλέον τίποτα, δε μπορούσα να κουνηθώ.. Δεν ήμουν. Και αυτή η απόλυτη ησυχία με τρέλαινε.. Δεν υπήρχε πια λόγος να έχω ανοιχτά τα μάτια μου.. Για μια στιγμή αναρωτήθηκα, γιατί να έκλαιγε η γιαγιά?... Έσβησα.. Αυτό ήταν.
"Δε μπορούμε να κάνουμε τίποτα, ο εγκέφαλος νεκρώθηκε τελείως", είπαν...
4 σχόλια:
Γράφεις πολύ όμορφα...
Κάθε κείμενό σου με ταξιδεύει, στο χω πει;
Sweet truth,
πολύ χαίρομαι που υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που τους ταξιδεύουν τα μελαγχολικά "παραμύθια" μου.. :)
Σ' ευχαριστώ.
Καλό σου απόγευμα!
Φιλιά. :)
που το θυμηθηκες το karu ρε? μη σου πω το χα ξεχασει τελειως...
-sentenced-
Ανώνυμε,
ξεχνιέται δηλαδή το Buried Alive?... :P
Ήρθα πίσω... ;)
Δημοσίευση σχολίου