Τετάρτη 24 Νοεμβρίου 2010
To The Next Step, 'Till The Last Step...
Σε κάθε βήμα πλέον ο πόνος είναι όλο και πιο δυνατός, αβάσταχτος.. Είμαι πολύ κοντά πια, το νιώθω. Είμαι πολύ κοντά για οποιαδήποτε σκέψη, πολύ κοντά για να κάνω πίσω.. Απλά φοβάμαι μη δεν αντέξω να δω το τέλος.. Και όμως όλοι, όλα, σε κάθε ευκαιρία μου (υπεν)θυμίζουν το μονοπάτι που τότε περπατούσαν δυο ζευγάρια πόδια και μου ψιθυρίζουν ειρωνικά πως δεν ήταν όνειρο, συνέβη.. Και τότε είναι που ένα βαρύ, αόρατο χέρι μ' αγγίζει στον ώμο από πίσω και ακούω τη φωνή μέσα μου να λέει: "Μη φοβάσαι, μην ελπίζεις, θα το δεις το τέλος, εδώ θα 'μαστε"...
Καμιά φορά περπατώντας στο αντίθετο ρεύμα απ' τη μεριά του δρόμου και βλέποντας όλα αυτά τα φώτα να έρχονται με μανία και να περνούν λίγα εκατοστά δεξιά ή αριστερά μου νιώθω την ανάγκη να κάνω το (κατα)λάθος βήμα και να χαθώ μέσα τους.. Τότε ίσως το τελευταίο και μοναδικό πράγμα που θα θυμάμαι να είναι ο ήχος μιας ξαφνιασμένης κόρνας... Και όμως κάθε φορά μια εικόνα, μια σκέψη με σταματάει.. Εκείνα τα μάτια και το ήσυχο βλέμμα του κάθε οδηγού που βρίσκεται βυθισμένος στο δικό του χάος και δε χρωστάει σε τίποτα να χρεωθεί το σφάλμα ενός τρελού.. Και πάντα σκέφτομαι τη στιγμή αμέσως μετά, τη στιγμή που το μόνο πράγμα που μένει είναι μια ερώτηση (που ίσως όλοι θα έκαναν σε ανάλογη περίπτωση): "Γιατί σ' εμένα?".. Και είναι κρίμα...
Κάποιες φορές σκέφτομαι πως είναι αστείο να σε σταματάει μια τέτοια σκέψη, γιατί αν ήθελα να σκεφτώ κάτι, σίγουρα έχω πιο σημαντικά πράγματα να υπολογίσω, αλλά δυστυχώς δεν υπάρχει πάντα χρόνος να σκεφτείς πολλά/σωστά.. Άλλες φορές λέω πως αυτή είναι ίσως η δικαιολογία μου που δεν το κάνω και πως παραμυθιάζω τον εαυτό μου ίσως γιατί φοβάμαι.. Θα μπορούσα εύκολα και με αρκετή σιγουριά να πω πως δε φοβάμαι, όχι αυτό, το ξέρω. Αλλά μερικές φορές, απλά, δε χρειάζεται να πεις τίποτα...
Τετάρτη 17 Νοεμβρίου 2010
It Must Have Been An Angel...
...Only you can heal your life...
...I just couldn't reach you...Ήθελα να μπορούσε ο έρωτας να είναι ένα κουμπί. Να το πατήσω και μετά να ζήσω, να ζήσουμε, να ζήσεις.. Δίπλα μου. Ήθελα να με ψάχνεις και όταν χάνομαι να χάνεσαι, να ρωτάς και ν' αναρωτιέσαι.. Να θες να μάθεις τι κάνω. Όχι τι κάνω, αλλά ΤΙ ΚΆΝΩ... Ήθελα να με ζηλεύεις αληθινά, με ζήλια αγάπης.. Να προσπαθείς να κλέψεις ώρες και να θες ώρες μαζί μου και μόνο.. Ήθελα ν' αναζητάς τα χάδια μου.. Ήθελα να με θέλεις όπως και εγώ, για να μην πω και άλλα και με βαρεθώ που με διαβάζω... Αλλά πολλά ήθελα. Θέλω...
Ελάχιστοι μπορούν... Και πλέον το κατάλαβα.. Πολλά ν' ακούς, λίγα πες.. Κοίτα να μάθεις... Να μάθεις. Για να ξέρεις τι να πεις, και πως αυτό που θα πεις θα είναι αλήθεια. Αλήθεια. Για μια φορά αλήθεια. Να το λες και αμέσως να παίρνεις βαθιές ανάσες. Ανάσες κούρασης.. Σαν να 'ταν η πιο βαριά και πραγματική κουβέντα στον κόσμο. Όχι, δε θα το κάνεις γι' αυτούς, ούτε καν για 'μένα, σ' εμάς μπορείς να πεις ό,τι θες, θα σε πιστέψουμε.. Αλλά κάν' το για 'σένα, για να ξέρεις εσύ τι σου γίνεται, και εμείς ας μη μάθουμε ποτέ.. Αλλά κάν' το γιατί αλλιώς θα τρελαθείς.. Και όταν βρεις την απάντησή σου και γαληνέψει η θάλασσά μέσα σου, κράτα την σφιχτά εκεί, μην την πεις σε κανέναν, φτάνει που θα ξέρεις εσύ, έστω και για μια μόνο φορά...
Ελάχιστοι μπορούν να παίξουν καλά ένα τέτοιο ρόλο. Άκου και εμένα... Εξ άλλου, ποιος θα μπορούσε να πει ψέματα στον καλύτερο-μεγαλύτερο ψεύτη στον κόσμο?.. Ίσως μόνο ο ίδιος.. (Ίσως και όχι..) Δε φταις εσύ, ίσως ούτε εγώ, απλά η κατάσταση.. Το πως έγιναν, το πως τ' αντιμετωπίσαμε.. Μια πανέμορφη ταινία.. Με πολλούς πρώτους ρόλους, με γέλιο και ειρωνεία, δάκρυα και αγωνία... Αλλά ό,τι και να πω αν δεν τη δεις δε μπορείς να καταλάβεις.. Αλήθεια δε μπορείς.
Ξέρω πως ένιωσα, ξέρω πως έπαιξα και τι έλεγα.. Ξέρω πως ένιωσε και τι αισθάνθηκε.. Αδιαφορία? Όχι, κανείς δεν ήθελε να είναι ο κακός, αυτό σίγουρα. Ξέρω τι έκανε και τι θα έκανε για το λίγο που της έδωσα και άφησα.. Ξέρω πως νιώθω και πως θες να παίξεις.. Σε βλέπω στις εκείνες κινήσεις μου και δε σου κρύβω ότι χαίρομαι για 'σένα. Θέλει λίγο δουλειά ακόμα, θα 'λεγε κάποιος τελειομανείς, αλλά είναι μια αξιέπαινη προσπάθεια οφείλω να παραδεχτώ.. Διάθεση να υπάρχει, λένε.. Ξέρω πως προφέρεται ο έρωτας γι' αυτό να 'σαι σίγουρη.. Μα τώρα οι ερωτήσεις της πήραν σειρά στο δικό μου στόμα.. Και οι απαντήσεις που θα 'ρθουν με τρομάζουν.. Δε φοβάμαι πως τις έχω ξανακούσει, αλλά πως της έχω εγώ ο ίδιος πει.. Αστείο ίσως, αλλά πικρόγλυκα αληθινό. Και σίγουρα αυτή η αλήθεια έχει βάρος. Και δε με πειράζει, αυτήν την αγαπώ, γιατί τουλάχιστον είναι αλήθεια, σίγουρη. (Όσο σίγουρος θα μπορούσε να είναι κανείς και για το ότι και αύριο θα ξυπνήσει)...
Σ' ευχαριστώ πάντως για την προσπάθεια. Τουλάχιστον δείχνει ότι κάτι, κάποτε υπήρξε.. Και ναι, αν αυτό θεωρείτε εγωισμός τότε ας μου φορέσετε κορώνα, αλλά δε μπορώ να χωνέψω τη λύπηση κανενός και για κανένα λόγο.. Μην παρεξηγείς, δεν κατηγόρησα κανέναν, απλώς ήθελα να το πω και αυτό.. Όλοι θέλουμε και λίγο χρόνο για μας και ξέρω ότι πλέον δεν υπάρχει περιθώριο να σκεφτείς και τους άλλους.. Εμάς, εμένα... Οπότε γράψε άκυρο.. Σ' ευχαριστώ πάντως για την προσπάθεια. Τουλάχιστον μας έμεινε η γεύση.. Και ίσως έμαθα και κάτι.. Δεν ήξερα ότι μπορεί να το νιώσω αυτό και για να μην πω και ψέμματα δεν ήξερα καν ότι υπάρχει σαν συναίσθημα.. Νόμιζα ότι απλά δε μπορούσα να έχω αυτό που θέλω, ότι δεν ήμουν ικανός για το τέλειο.. Αλλά κατά κάποιο τρόπο μου έφτανε ότι πίστευα πως έστω το γνώρισα.. Αυτό το τέλειο, το ιδανικό.. Το όνειρο το ίδιο! Και εσύ τα κατάφερες. Μέσα σε τόσο λίγο έκανες αυτήν την εικόνα να σαπίσει μέσα μου...
Συγγνώμη, αλλά δεν το αξίζω όλο αυτό...
Όχι τόσο γι' αυτά που ζήσαμε, που σε λίγο θα ήταν σχεδόν κάτι, όσο γι' αυτά που περίμενα να ζήσουμε μαζί... Και ακόμη κι αν δεν ήρθαν ποτέ, εκείνη η αναμονή, οι μέρες πριν, ήταν όλα τα λεφτά.. Η αναμονή για όλα αυτά που κάποτε πίστεψα πως ίσως θα..., τώρα θα μείνει να μου θυμίζει αυτά που και εσύ για μια στιγμή ίσως ήλπιζες μα τώρα ξέχασες.. Και πέθαιναν, τα σκοτώσαμε γιατί δε θ' αντέχαμε άλλο την ομορφιά που μας περιέβαλε...
Κρίμα...
Ήθελα να μπορούσε ο έρωτας να είναι ένα κουμπί. Ήθελα να με θέλεις όπως και εγώ.
Ήθελα...
(Eξαιρετικά αφιερωμένο το τελευταίο...)
Τετάρτη 10 Νοεμβρίου 2010
Taste Of Love
Adis meeting Luna
Όταν έφτασα ήταν ήδη αργά... Δεν πρόλαβα να σκεφτώ πολλά, ούτε καν ν' αντιδράσω.. Όλα γύρω μου έσβησαν απότομα και ένιωσα το σώμα μου να αιωρείται ανάμεσα σε έναν αποπνικτικό νέφος μετάνοιας.. Το λιγοστό φως που έμπαινε απ' το παράθυρο σταματούσε ακριβώς στο κέντρο του δωματίου, κάτω απ' τα πόδια της λες και την περίμενε, σαν ένα βασιλικό μονοπάτι που τελειώνει κάπου εκεί πάνω.. Εκεί όπου δεν υπάρχει τέλος. Εκεί όπου κανείς δεν ξέρει που...
Και αυτό ήταν το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι. Το επόμενο πρωί με βρήκε σιωπηλό πάνω σ' ένα κρεβάτι, ανάμεσα σε δεκάδες φωνές γύρω μου να προσπαθώ ν' ανασυγκροτήσω τις σκέψεις μου μήπως και καταφέρω ν' αρθρώσω κάποια λέξη.. Και ήταν λες και είχα μόλις ξυπνήσει από εφιάλτη.. Όχι, δεν ήθελα να συμβεί αυτό σε καμία περίπτωση...
Όλες οι υποσχέσεις σου, όλα σου τα Θα... Σαν βέλη τρύπησαν την καρδιά μου και φώλιασαν εκεί μέχρι που πνίγηκα απ' τα ασφυκτικά "γιατί", μέσα σε μια λίμνη πόνου και ζήλιας.. Θα σ' αγαπώ για πάντα, θα σε προσέχω μικρέ μου άγγελε ό,τι κι αν συμβεί, είχες πει κάποτε... Και που ήσουν όταν σε χρειάστηκα, όταν ήθελα κάποιον να με προστατέψει? Από 'μένα, από 'σένα..
Κάποιος μου έφερε ένα ποτήρι νερό. Μου φάνηκε τόσο διαυγές... Σαν να μπορούσα να κολυμπήσω μέσα του. Να σωθώ.. Να μη θυμάμαι.. Ένας άλλος με ρώτησε 'πως αισθάνεσαι;'. Ποτέ δεν την κατάλαβα αυτή την ερώτηση. Άσε που δεν ξέρω την απάντηση, αλλά και να την ήξερα, τι θα μπορούσες ρε μαλάκα να καταλάβεις απ' αυτήν, ήθελα να του πω.. Δεν ξεστόμισα όμως λέξη. Χαμένος κόπος. Έριξα πίσω το κεφάλι μου, έκλεισα τα μάτια και βόλεψα τον αυχένα μου στο μαξιλάρι. Κάτι κουκκίδες έπαιζαν κρυφτό πίσω απ' τα βλέφαρά μου και το άρωμα της, το άρωμα της.. Μ' έκανε να θέλω να την αγκαλιάσω πάλι. Ξανά.. Πως γίνεται αυτό που έχει μείνει από κείνη, να 'ναι μόνο το άρωμά της; Διαλυμένα όλα στο δωμάτιο κι η οργή μου ασίγαστη. Ολόκληρο τον κόσμο να καταστρέψω τώρα, δεν θα ημερέψει το μέσα μου..
Ποτέ δε θα με καταλάβεις, γιατί ποτέ δεν ήσουν πραγματικά δίπλα μου. Και όλα τα όνειρα που κάναμε μαζί σαν σταγόνες της βροχής έσκασαν στη γη με μανία και απορροφήθηκαν απ' το χώμα μέχρι που εξαφανίστηκαν σαν να μην υπήρξαν ποτέ.. Το μόνο που θες είναι να περνάς καλά και εγώ ήμουν ένα απ' τα καλύτερα παιχνίδια σου. Γιατί σ' εμπιστεύτηκα, γιατί σε πίστεψα... Και δυστυχώς άργησα να καταλάβω, αλλά ως εδώ ήταν...
Πάντα μ' άρεσε να στέκομαι στο χείλος του γκρεμού και να κοιτάζω κάτω. Η έλξη του κενού να με διαπερνά κι εγώ να φλερτάρω μ' ένα μετέωρο βήμα, που ήξερα πως τελικά, δεν θα έκανα. Κάπως έτσι ήταν και με 'κείνη. Θα μπορούσα να ορίσω με πολλές λέξεις τι φάση παιζόταν, αλλά καμιά δεν θα ήταν ακριβής. Και τώρα, δεν υπάρχει πια το περιθώριο, ν' αλλάξω τίποτα. Τ' άλλαξε όλα η ζωή. Μοιράστηκαν τα φύλλα. Δεν έχω κανένα άσο. Πως έγινε ρε γαμώτο; Γιατί δεν θυμάμαι; Σαν να χάλασε το παζλ και τώρα που θέλω να το ξαναφτιάξω, κάποιος μου κρύβει κομμάτια. Τι επίλογο έγραψες, ρε μάτια μου; Άργησα να σε σώσω από 'μένα..
Κουράστηκα να προσπαθώ συνέχεια μόνη μου. Να ξαναχτίζω ό,τι γκρέμισες.. Απ' το εγώ μου, απ' το εμάς.. Πάντα μου 'λεγες θα είμαι εκεί για 'σένα. Και που είσαι τώρα? Ούτε εσύ ξέρεις πια... Μόνο όταν πίνεις με θυμάσαι.. Συγνώμη, αλλά σήμερα ξέρεις.. Ξέμεινα, το μπουκάλι μου άδειασε. Όμως δε πειράζει, άλλωστε ποιος νοιάζεται.. Ό,τι έγινε έγινε. Ίσως κάποια μέρα, ακούγοντας το αγαπημένο μας τραγούδι, κοιτάξεις εκεί ψηλά στο γαλάζιο τ' ουρανού και καταλάβεις πως... Ξέχνα το, τέλος χρόνου...
Αυτό που με τρελαίνει, δεν είναι οι πόνοι απ' τα διαλυμένα κόκκαλα, δεν είναι η θολούρα των ηρεμιστικών, δεν είναι τα γκρίζα κουστουμαρισμένα τυπάκια, που πηγαινοέρχεσαι με ασυρμάτους και κρυμμένα πιστόλια στους γοφούς, εκτοξεύοντας θεωρίες. Τάχα μου γαμάω και δέρνω. Στ' αρχίδια μου όλα. Το μόνο που με νοιάζει είναι αυτό το ύπουλο κιτρινισμένο «ποτέ» που μου καίει τον ουρανίσκο, σαν το χειρότερο φτηνό άφιλτρο. Ποτέ. Μπήκε η τελεία. Τέλος. Ότι ζήσαμε: τέλος. Ποτέ. Ποτέ ξανά. Ποτέ.
Ίσως τελικά το λίγο της ζωής μου δεν ήταν αρκετό για 'σένα.. Ίσως ζήτησα πολλά και μόνο αυτό ν' αξίζω.. Και δε μετανιώνω για τίποτα, τίποτα δε σου ζητάω πίσω. Μόνο άσε μου τη γεύση σου στα χείλη μου, άσε με να πάρω μαζί μου τη μυρωδιά σου, το βλέμμα σου, τ' άγγιγμά σου στο κορμί μου.. Γιατί φεύγω, μα δε θα χαιρετήσω. Και ώρες ώρες σκέφτομαι πως φτάσαμε ως εδώ.. Λυπάμαι για τον κόπο μας, τα ξεχασμένα όνειρά μας.. Αυτή τη φορά όμως δε θα κάνω το ίδιο λάθος, όχι άλλες συγγνώμες.. Αντίο.
Ακούω μερικούς εργάτες κάτω στο δρόμο. Δεν τους βλέπω. Θόρυβοι από πατημασιές, ξύλα, σφυριά, μέταλλα. Μυρωδιά από ροκανίδια. Κατακαθίζει λες πάνω μου αυτή η σκόνη.. Πότε βρίζουν και πότε τραγουδάνε.. Κι όταν περνούν κορίτσια, ξεδιπλώνουν τα γλοιώδη τους σφυρίγματα. Τι κάνει μια απόσταση ασφαλείας, ε; Αν ερχόντουσαν πρόσωπο με πρόσωπο μ' ένα απ' αυτά τα κορίτσια, θα στέκονταν σούζα όλα αυτά τα αντράκια. Το 'ξερω γιατί θυμάμαι πως ένιωσα όταν με κοίταξες.. Σαν να μου πήρες το τελευταίο μου εισιτήριο για την κόλαση. Σαν ν' άνοιξες με κόφτη μια τρύπα στα συρματοπλέγματα και μπήκες στο φράχτη μου. Λίγο πιο πίσω αν είχες μείνει. Σε μια απόσταση ασφαλείας.. Δεν θα 'μασταν τώρα έτσι. Ούτε εσύ, ούτε εγώ. Ποτέ. Αναρωτιέμαι τι πρόλαβες να καταλάβεις πριν.. Αν είδες πόσο βαθιά, πόσο αμετάκλητα κατεστραμμένος είμαι. Τόσο που δεν αντέχω καν την πιθανότητα να σωθώ. Προτιμώ να σκοτωθώ. Ποτέ. Ποτέ πια. Ποτέ ξανά. Ποτέ. Καμένο χαρτί γεννήθηκα. Αν το είχες μόνο καταλάβει πριν..
Και αυτό ήταν το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι. Το επόμενο πρωί με βρήκε σιωπηλό πάνω σ' ένα κρεβάτι, ανάμεσα σε δεκάδες φωνές γύρω μου να προσπαθώ ν' ανασυγκροτήσω τις σκέψεις μου μήπως και καταφέρω ν' αρθρώσω κάποια λέξη.. Και ήταν λες και είχα μόλις ξυπνήσει από εφιάλτη.. Όχι, δεν ήθελα να συμβεί αυτό σε καμία περίπτωση...
Όλες οι υποσχέσεις σου, όλα σου τα Θα... Σαν βέλη τρύπησαν την καρδιά μου και φώλιασαν εκεί μέχρι που πνίγηκα απ' τα ασφυκτικά "γιατί", μέσα σε μια λίμνη πόνου και ζήλιας.. Θα σ' αγαπώ για πάντα, θα σε προσέχω μικρέ μου άγγελε ό,τι κι αν συμβεί, είχες πει κάποτε... Και που ήσουν όταν σε χρειάστηκα, όταν ήθελα κάποιον να με προστατέψει? Από 'μένα, από 'σένα..
Κάποιος μου έφερε ένα ποτήρι νερό. Μου φάνηκε τόσο διαυγές... Σαν να μπορούσα να κολυμπήσω μέσα του. Να σωθώ.. Να μη θυμάμαι.. Ένας άλλος με ρώτησε 'πως αισθάνεσαι;'. Ποτέ δεν την κατάλαβα αυτή την ερώτηση. Άσε που δεν ξέρω την απάντηση, αλλά και να την ήξερα, τι θα μπορούσες ρε μαλάκα να καταλάβεις απ' αυτήν, ήθελα να του πω.. Δεν ξεστόμισα όμως λέξη. Χαμένος κόπος. Έριξα πίσω το κεφάλι μου, έκλεισα τα μάτια και βόλεψα τον αυχένα μου στο μαξιλάρι. Κάτι κουκκίδες έπαιζαν κρυφτό πίσω απ' τα βλέφαρά μου και το άρωμα της, το άρωμα της.. Μ' έκανε να θέλω να την αγκαλιάσω πάλι. Ξανά.. Πως γίνεται αυτό που έχει μείνει από κείνη, να 'ναι μόνο το άρωμά της; Διαλυμένα όλα στο δωμάτιο κι η οργή μου ασίγαστη. Ολόκληρο τον κόσμο να καταστρέψω τώρα, δεν θα ημερέψει το μέσα μου..
Ποτέ δε θα με καταλάβεις, γιατί ποτέ δεν ήσουν πραγματικά δίπλα μου. Και όλα τα όνειρα που κάναμε μαζί σαν σταγόνες της βροχής έσκασαν στη γη με μανία και απορροφήθηκαν απ' το χώμα μέχρι που εξαφανίστηκαν σαν να μην υπήρξαν ποτέ.. Το μόνο που θες είναι να περνάς καλά και εγώ ήμουν ένα απ' τα καλύτερα παιχνίδια σου. Γιατί σ' εμπιστεύτηκα, γιατί σε πίστεψα... Και δυστυχώς άργησα να καταλάβω, αλλά ως εδώ ήταν...
Πάντα μ' άρεσε να στέκομαι στο χείλος του γκρεμού και να κοιτάζω κάτω. Η έλξη του κενού να με διαπερνά κι εγώ να φλερτάρω μ' ένα μετέωρο βήμα, που ήξερα πως τελικά, δεν θα έκανα. Κάπως έτσι ήταν και με 'κείνη. Θα μπορούσα να ορίσω με πολλές λέξεις τι φάση παιζόταν, αλλά καμιά δεν θα ήταν ακριβής. Και τώρα, δεν υπάρχει πια το περιθώριο, ν' αλλάξω τίποτα. Τ' άλλαξε όλα η ζωή. Μοιράστηκαν τα φύλλα. Δεν έχω κανένα άσο. Πως έγινε ρε γαμώτο; Γιατί δεν θυμάμαι; Σαν να χάλασε το παζλ και τώρα που θέλω να το ξαναφτιάξω, κάποιος μου κρύβει κομμάτια. Τι επίλογο έγραψες, ρε μάτια μου; Άργησα να σε σώσω από 'μένα..
Κουράστηκα να προσπαθώ συνέχεια μόνη μου. Να ξαναχτίζω ό,τι γκρέμισες.. Απ' το εγώ μου, απ' το εμάς.. Πάντα μου 'λεγες θα είμαι εκεί για 'σένα. Και που είσαι τώρα? Ούτε εσύ ξέρεις πια... Μόνο όταν πίνεις με θυμάσαι.. Συγνώμη, αλλά σήμερα ξέρεις.. Ξέμεινα, το μπουκάλι μου άδειασε. Όμως δε πειράζει, άλλωστε ποιος νοιάζεται.. Ό,τι έγινε έγινε. Ίσως κάποια μέρα, ακούγοντας το αγαπημένο μας τραγούδι, κοιτάξεις εκεί ψηλά στο γαλάζιο τ' ουρανού και καταλάβεις πως... Ξέχνα το, τέλος χρόνου...
Αυτό που με τρελαίνει, δεν είναι οι πόνοι απ' τα διαλυμένα κόκκαλα, δεν είναι η θολούρα των ηρεμιστικών, δεν είναι τα γκρίζα κουστουμαρισμένα τυπάκια, που πηγαινοέρχεσαι με ασυρμάτους και κρυμμένα πιστόλια στους γοφούς, εκτοξεύοντας θεωρίες. Τάχα μου γαμάω και δέρνω. Στ' αρχίδια μου όλα. Το μόνο που με νοιάζει είναι αυτό το ύπουλο κιτρινισμένο «ποτέ» που μου καίει τον ουρανίσκο, σαν το χειρότερο φτηνό άφιλτρο. Ποτέ. Μπήκε η τελεία. Τέλος. Ότι ζήσαμε: τέλος. Ποτέ. Ποτέ ξανά. Ποτέ.
Ίσως τελικά το λίγο της ζωής μου δεν ήταν αρκετό για 'σένα.. Ίσως ζήτησα πολλά και μόνο αυτό ν' αξίζω.. Και δε μετανιώνω για τίποτα, τίποτα δε σου ζητάω πίσω. Μόνο άσε μου τη γεύση σου στα χείλη μου, άσε με να πάρω μαζί μου τη μυρωδιά σου, το βλέμμα σου, τ' άγγιγμά σου στο κορμί μου.. Γιατί φεύγω, μα δε θα χαιρετήσω. Και ώρες ώρες σκέφτομαι πως φτάσαμε ως εδώ.. Λυπάμαι για τον κόπο μας, τα ξεχασμένα όνειρά μας.. Αυτή τη φορά όμως δε θα κάνω το ίδιο λάθος, όχι άλλες συγγνώμες.. Αντίο.
Ακούω μερικούς εργάτες κάτω στο δρόμο. Δεν τους βλέπω. Θόρυβοι από πατημασιές, ξύλα, σφυριά, μέταλλα. Μυρωδιά από ροκανίδια. Κατακαθίζει λες πάνω μου αυτή η σκόνη.. Πότε βρίζουν και πότε τραγουδάνε.. Κι όταν περνούν κορίτσια, ξεδιπλώνουν τα γλοιώδη τους σφυρίγματα. Τι κάνει μια απόσταση ασφαλείας, ε; Αν ερχόντουσαν πρόσωπο με πρόσωπο μ' ένα απ' αυτά τα κορίτσια, θα στέκονταν σούζα όλα αυτά τα αντράκια. Το 'ξερω γιατί θυμάμαι πως ένιωσα όταν με κοίταξες.. Σαν να μου πήρες το τελευταίο μου εισιτήριο για την κόλαση. Σαν ν' άνοιξες με κόφτη μια τρύπα στα συρματοπλέγματα και μπήκες στο φράχτη μου. Λίγο πιο πίσω αν είχες μείνει. Σε μια απόσταση ασφαλείας.. Δεν θα 'μασταν τώρα έτσι. Ούτε εσύ, ούτε εγώ. Ποτέ. Αναρωτιέμαι τι πρόλαβες να καταλάβεις πριν.. Αν είδες πόσο βαθιά, πόσο αμετάκλητα κατεστραμμένος είμαι. Τόσο που δεν αντέχω καν την πιθανότητα να σωθώ. Προτιμώ να σκοτωθώ. Ποτέ. Ποτέ πια. Ποτέ ξανά. Ποτέ. Καμένο χαρτί γεννήθηκα. Αν το είχες μόνο καταλάβει πριν..
Ποτέ μου δε θα ξεχάσω εκείνη τη φρικιαστική εικόνα στο δωμάτιο.. Ποτέ δε θα σε ξεχάσω. Μα ακόμη όμως δεν κατάλαβα το λόγο... Γιατί? Γιατί ζωή μου? Γιατί έπρεπε να το κάνεις αυτό?.. Και εγώ ακόμη εκεί, πάνω σ' εκείνο το κρεβάτι, αμίλητος, μουδιασμένος απ' τις αμέτρητες σκέψεις που σαν δηλητήριο στο αίμα μου τρώνε σιγά σιγά την ψυχή μου, περιμένω πλέον... Το τίποτα.
Παρασκευή 5 Νοεμβρίου 2010
A Weak Soul... (The Way Out)
...Μια ώρα τώρα το κοιτάζω και προσπαθώ να καταλάβω τι ώρα είναι.. Οι χτύποι σαν σφυριές τρυπούν τ' αυτιά μου πλέον.. Άραγε πέρασε μόνο μια ώρα?... Ξανακοίταξα. Πλησίασα. Πλησίασα λίγο περισσότερο.. Τότε συνειδητοποίησα πως χαμογελούσα γιατί κατάλαβα όταν είδα τις μπαταρίες στο πάτωμα... Ξαφνικά τρεις γνώριμες φάτσες εμφανίστηκαν στον καθρέφτη στα δεξιά και γελούσαν μ' όλη τους τη δύναμη χωρίς ν' ακούγονται.. Πήγαιναν ρυθμικά μπρος πίσω με κλειστά τα μάτια σαν να φοβόντουσαν να κοιτάξουν.. Ο ήχος ήρθε καθυστερημένα και ήταν τελείως ασυγχρόνιστος με την εικόνα.. Ανατριχιαστικά γέρικα γέλια έβγαιναν απ' τα στόματα των νέων και μου θύμιζαν το μέλλον.. Τότε μου ήρθε αμέσως στο μυαλό η αστραπή και η βροντή και κοίταξα στην κούπα με το τσάι που κρατούσα, χωρίς ίσως λόγο, στα χέρια μου.. Προσπάθησα να εστιάσω βαθιά μέσα του και να δω πέρα απ' το κόκκινο χρώμα του.. Μετά από λίγο κατάφερα να παρατηρήσω μια τελεία στο κέντρο του πάτου.. Μπορεί να ήταν και άνω τελεία, όταν πριν προλάβω να σιγουρευτώ μια απότομη ρουφήχτρα με τράβηξε κατευθείαν μέσα...
Όταν άνοιξα τα μάτια μου ήμουν πάλι στην ίδια θέση, καθιστός στο κρεβάτι του δωματίου μου.. Όλα (σχεδόν) ίδια.. Ο καθρέφτης αυτή τη φορά ήταν κάτω απ' το ρολόι που κρεμόταν ανάποδα ψηλά στον τοίχο.. Δε με παραξένεψε και πολύ όμως όταν είδα το χαλί στο ταβάνι και τη λάμπα αναμμένη στο πάτωμα σαν μπαλόνι γεμάτο με ήλιο.. Το τσάι τώρα ήταν πάνω σ' ένα τραπεζάκι, που πρώτη φορά έβλεπα, μπροστά απ' την πόρτα, η οποία δεν είχε χερούλι μόνο ένα ματάκι το οποίο έμοιαζε περισσότερο να κοιτάζει αυτό μέσα σου και όχι εσύ σ' εκείνο..
Σηκώθηκα. Θυμήθηκα ξανά την αστραπή και βγήκα στο μπαλκόνι να την ψάξω.. Είχε πια νυχτώσει, πρέπει να ήταν 16:06 απ' ό,τι άκουσα.. Για κάποιο περίεργο λόγο έξω δεν είδα πουθενά κάγκελα.. Έκανα ένα βήμα πέρα απ' τα σύνορα του μπαλκονιού με διάθεση να πέσω, αλλά δεν τα κατάφερα.. Σκαλοπάτια εμφανίζονταν το ένα μετά το άλλο σε κάθε μου πάτημα.. Άλλα ανέβαιναν, άλλα κατέβαιναν.. Κάποια στιγμή έχασα την αίσθηση του ύψους.. Πρέπει να είχαμε ανέβει αρκετά.. Συνέχισα να ψάχνω εκείνη τη λάμψη στον ουρανό, αλλά σε κάθε ματιά με κάρφωνε και ένα διαφορετικό φως αστεριού.. Ευτυχώς τουλάχιστον είχε πανσέληνο για να βλέπω που πατάω.. Και μόλις επαναπαύθηκα σ' αυτήν τη σκέψη τα σκαλοπάτια έσβησαν μαζί με όλα τα λαμπιόνια του στολισμένου μου ουρανού.. Και έπεσα. Στα μαλακά (ο άτυχος)...
Αυτήν τη φορά καθόμουν δίπλα σε μια γυναίκα, μέσα σ' ένα λεωφορείο υπεραστικών διαδρομών.. Δε ξέρω πως βρέθηκα εκεί, ούτε που μ' ένοιαζε είναι η αλήθεια, απλά συνέχισα να κοιτάζω έξω απ' το παράθυρο, ως συνήθως.. Παρακολουθούσα την ανώμαλη, άτακτη πορεία που διέγραφαν τα σύννεφα σαν τον καπνό που φεύγει απ' το τσιγάρο με μανία χωρίς να ξέρει προς τα που πηγαίνει.. Ήμουν τόσο συγκεντρωμένος που τρόμαξα όταν ξαφνικά πέρασαν από μπροστά μου βιαστικές σταγόνες που έβγαιναν απ' τη γη με στόχο να χαθούν κάπου ανάμεσα στο μαύρο εκεί ψηλά.. Δε ξέρω γιατί, αλλά μου άφησαν την εντύπωση κουρασμένων δακρύων που ήθελαν καιρό να ξετρυπώσουν απ' τις μικρές φωλιές τους.. Και ένα τραγούδι στο ραδιόφωνο σε χαμηλή ένταση συμπλήρωνε γλυκά το περίεργα όμορφο αυτό τοπίο.. Μετά γύρισα προς τη γυναίκα δίπλα μου που τόση ώρα (πόση άραγε..) δεν είχε πει κουβέντα.. Και τότε κόπηκε η ανάσα μου, πάγωσα.. Το λεωφορείο ήταν γεμάτο κέρινες κούκλες επιβάτες που έμοιαζαν να πηγαίνουν αιώνια προς το πουθενά.. Αμέσως έτρεξα να το σταματήσω, αλλά συνειδητοποίησα πως τα πάντα ήταν από πάντα ακίνητα.. Μα στα παράθυρα, σαν ατελείωτα βιντεάκια πλύσης εγκεφάλου, τα σύννεφα ακόμη ζωγράφιζαν τον υποτιθέμενο ουρανό..
Βγήκα "έξω" τρέχοντας (για να ξεφύγω) νομίζοντας πως περνώντας απλά την πόρτα θα έβγαινα έξω.. Έκανα λάθος. Έπεσα στο κενό και όλα γύρω μου έσβησαν στιγμιαία.. Και όταν άνοιξα τα μάτια μου... Χαμογέλασα, ίσως το μόνο που μπορούσα να κάνω.. Κοίταξα τον ουρανό που είχε πάρει τη θέση του ταβανιού.. Ήμουν στο δωμάτιο και πάλι. Στην ίδια θέση, μα όλα πάλι διαφορετικά.. Άρχισα να γελάω, αλλά τώρα πια ήμουν εγώ αυτός που έβγαζε εκείνους τους ανατριχιαστικούς ήχους απ' το στόμα μου.. Ξαφνικά σταμάτησα. Άκουσα το ρολόι. Προσπάθησα μάταια να δω την ώρα.. Ξανασήκωσα το κεφάλι μου ψηλά στο απέραντο μαύρο. Τελικά κατάλαβα πως...
Όταν κοιτάζω τον ουρανό με τ' άστρα νιώθω πως βρίσκομαι στο παρελθόν, όχι μόνο το δικό μου, αλλά του κόσμου όλου...
Όταν άνοιξα τα μάτια μου ήμουν πάλι στην ίδια θέση, καθιστός στο κρεβάτι του δωματίου μου.. Όλα (σχεδόν) ίδια.. Ο καθρέφτης αυτή τη φορά ήταν κάτω απ' το ρολόι που κρεμόταν ανάποδα ψηλά στον τοίχο.. Δε με παραξένεψε και πολύ όμως όταν είδα το χαλί στο ταβάνι και τη λάμπα αναμμένη στο πάτωμα σαν μπαλόνι γεμάτο με ήλιο.. Το τσάι τώρα ήταν πάνω σ' ένα τραπεζάκι, που πρώτη φορά έβλεπα, μπροστά απ' την πόρτα, η οποία δεν είχε χερούλι μόνο ένα ματάκι το οποίο έμοιαζε περισσότερο να κοιτάζει αυτό μέσα σου και όχι εσύ σ' εκείνο..
Σηκώθηκα. Θυμήθηκα ξανά την αστραπή και βγήκα στο μπαλκόνι να την ψάξω.. Είχε πια νυχτώσει, πρέπει να ήταν 16:06 απ' ό,τι άκουσα.. Για κάποιο περίεργο λόγο έξω δεν είδα πουθενά κάγκελα.. Έκανα ένα βήμα πέρα απ' τα σύνορα του μπαλκονιού με διάθεση να πέσω, αλλά δεν τα κατάφερα.. Σκαλοπάτια εμφανίζονταν το ένα μετά το άλλο σε κάθε μου πάτημα.. Άλλα ανέβαιναν, άλλα κατέβαιναν.. Κάποια στιγμή έχασα την αίσθηση του ύψους.. Πρέπει να είχαμε ανέβει αρκετά.. Συνέχισα να ψάχνω εκείνη τη λάμψη στον ουρανό, αλλά σε κάθε ματιά με κάρφωνε και ένα διαφορετικό φως αστεριού.. Ευτυχώς τουλάχιστον είχε πανσέληνο για να βλέπω που πατάω.. Και μόλις επαναπαύθηκα σ' αυτήν τη σκέψη τα σκαλοπάτια έσβησαν μαζί με όλα τα λαμπιόνια του στολισμένου μου ουρανού.. Και έπεσα. Στα μαλακά (ο άτυχος)...
Αυτήν τη φορά καθόμουν δίπλα σε μια γυναίκα, μέσα σ' ένα λεωφορείο υπεραστικών διαδρομών.. Δε ξέρω πως βρέθηκα εκεί, ούτε που μ' ένοιαζε είναι η αλήθεια, απλά συνέχισα να κοιτάζω έξω απ' το παράθυρο, ως συνήθως.. Παρακολουθούσα την ανώμαλη, άτακτη πορεία που διέγραφαν τα σύννεφα σαν τον καπνό που φεύγει απ' το τσιγάρο με μανία χωρίς να ξέρει προς τα που πηγαίνει.. Ήμουν τόσο συγκεντρωμένος που τρόμαξα όταν ξαφνικά πέρασαν από μπροστά μου βιαστικές σταγόνες που έβγαιναν απ' τη γη με στόχο να χαθούν κάπου ανάμεσα στο μαύρο εκεί ψηλά.. Δε ξέρω γιατί, αλλά μου άφησαν την εντύπωση κουρασμένων δακρύων που ήθελαν καιρό να ξετρυπώσουν απ' τις μικρές φωλιές τους.. Και ένα τραγούδι στο ραδιόφωνο σε χαμηλή ένταση συμπλήρωνε γλυκά το περίεργα όμορφο αυτό τοπίο.. Μετά γύρισα προς τη γυναίκα δίπλα μου που τόση ώρα (πόση άραγε..) δεν είχε πει κουβέντα.. Και τότε κόπηκε η ανάσα μου, πάγωσα.. Το λεωφορείο ήταν γεμάτο κέρινες κούκλες επιβάτες που έμοιαζαν να πηγαίνουν αιώνια προς το πουθενά.. Αμέσως έτρεξα να το σταματήσω, αλλά συνειδητοποίησα πως τα πάντα ήταν από πάντα ακίνητα.. Μα στα παράθυρα, σαν ατελείωτα βιντεάκια πλύσης εγκεφάλου, τα σύννεφα ακόμη ζωγράφιζαν τον υποτιθέμενο ουρανό..
Βγήκα "έξω" τρέχοντας (για να ξεφύγω) νομίζοντας πως περνώντας απλά την πόρτα θα έβγαινα έξω.. Έκανα λάθος. Έπεσα στο κενό και όλα γύρω μου έσβησαν στιγμιαία.. Και όταν άνοιξα τα μάτια μου... Χαμογέλασα, ίσως το μόνο που μπορούσα να κάνω.. Κοίταξα τον ουρανό που είχε πάρει τη θέση του ταβανιού.. Ήμουν στο δωμάτιο και πάλι. Στην ίδια θέση, μα όλα πάλι διαφορετικά.. Άρχισα να γελάω, αλλά τώρα πια ήμουν εγώ αυτός που έβγαζε εκείνους τους ανατριχιαστικούς ήχους απ' το στόμα μου.. Ξαφνικά σταμάτησα. Άκουσα το ρολόι. Προσπάθησα μάταια να δω την ώρα.. Ξανασήκωσα το κεφάλι μου ψηλά στο απέραντο μαύρο. Τελικά κατάλαβα πως...
Όταν κοιτάζω τον ουρανό με τ' άστρα νιώθω πως βρίσκομαι στο παρελθόν, όχι μόνο το δικό μου, αλλά του κόσμου όλου...
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)
Kiitos...