Έσβησε το τσιγάρο του, έσφιξε τη γραβάτα απ’ το καινούργιο του μπλε σακάκι και μπήκε μέσα. Στην αίθουσα αναμονής περίμενε αρκετός κόσμος. Λογικό, σκέφτηκε, θέση υποδιευθυντή είναι αυτή, σε μεγάλη εταιρία με λαμπρό μέλλον, λογικό είναι να περιμένει τόσος κόσμος. Κοίταζε τους άλλους υποψήφιους. Άλλοι ήρεμοι, άλλοι εμφανώς πιο αγχωμένοι. Αυτός? Αυτός ήταν σίγουρος για τον εαυτό του. Δεν υπήρχε περίπτωση. Είχε κάθε δικαίωμα να νιώθει αυτή τη σιγουριά. Τα τελευταία χρόνια έκανε πολύ υπομονή. Ανέχθηκε πράγματα που δεν έπρεπε να ανεχτεί. Είπε ψέμματα που δεν έπρεπε να πει. Έκανε αυτό – που μισούσε να τ’ ακούει αλλά βαθιά μέσα του ήξερε πως είναι αλήθεια, πάτησε σε άλλους για να αναδειχθεί. Όλα αυτά τον έφεραν σε αυτή τη μέρα, σήμερα. Και άξιζε. Το έλεγε στον εαυτό του συνέχεια απ’ το πρωί. Άξιζε. Ήταν με διαφορά αυτός με τις περισσότερες πιθανότητες για να πάρει τη θέση. Άξιζε.
Περίμενε αρκετές ώρες. Ήταν φαίνεται τελευταίος στη σειρά. Ο ένας μετά τον άλλον υποψήφιο έμπαιναν στο γραφείο για τη συνέντευξη. Οι περισσότεροι από αυτούς βγαίναν δυσαρεστημένοι, απογοητευμένοι. Λίγοι μόνο διατηρούσαν μια μικρή ελπίδα. Έφτασε η σειρά του. «Κύριε», ακούστηκε η φωνή της γραμματέας «είστε ο επόμενος». Σηκώθηκε. Καθώς προχωρούσε προς την πόρτα παρατήρησε στα δεξιά του κάτι πολύ περίεργο. Ήταν ένας πίνακας. Ένας μικρός αλλά πολύ άσχημος πίνακας. Τον κοίταξε καλύτερα. Ήταν ένας άνδρας. Ένας νεαρός άνδρας, πολύ άσχημος. Έδειχνε ταλαιπωρημένος και βρώμικος. Κοίταξε το πρόσωπό του. Γεμάτο ουλές, τα χείλη του ματωμένα και ξερά. Τα μάτια του λευκά. Ολόλευκα. Ήταν με σιγουριά ο πιο άσχημος και θλιβερός πίνακας που είχε δει ποτέ του. Ξαφνικά χαμογέλασε. « Έχουμε το ίδιο σακάκι, γέλασε. Περίεργο.»
«Καλός είστε», άκουσε τη φωνή της γραμματέας, «Θα τα πάτε μια χαρά».
(Από ένα φίλο, τον Μπλε..)