To The Next Step, 'Till The Last Step...

Τετάρτη 1 Δεκεμβρίου 2010

66. Off You Go.

Εξήντα έξι βήματα και φτάσαμε ως εδώ...
Είσαι ακόμη μαζί μου?


Έρχονται στιγμές που οι λέξεις είναι όλες ίδιες, ανίσχυρες, ανούσιες...
Καμία δε σου φτάνει...
Κανένα τραγούδι δε σε γεμίζει...
Και όλο το αλκοόλ του κόσμου δε σε μεθάει αρκετά...
Στιγμές που τα έχεις (ή στα δίνουν χαριστικά) όλα και δεν έχεις τίποτα.. Και στιγμές που δεν έχεις τίποτα και είναι το ίδιο ακόμη κι αν τα είχες όλα..
Στιγμές που η αρχή που έκανες γεννάει το τέλος της...

Και κοιτάζω ο, ασυγχώρητα, άπειρος το μεγαλείο που βρέθηκε μπροστά μας και ανίκανος να εκτιμήσω, απορώ...
Δάκρυσα μέσα μου... Όπως ίσως και εσύ
, εσείς κάποια στιγμή...


Εξινταέξι βήματα και φτάσαμε ως εδώ...
Είστε ακόμη μαζί μου?



Ευχαριστώ για το κάτι, συγγνώμη για το λίγο.
Αντίο για τώρα...

Τετάρτη 24 Νοεμβρίου 2010

To The Next Step, 'Till The Last Step...


Σε κάθε βήμα πλέον ο πόνος είναι όλο και πιο δυνατός, αβάσταχτος.. Είμαι πολύ κοντά πια, το νιώθω. Είμαι πολύ κοντά για οποιαδήποτε σκέψη, πολύ κοντά για να κάνω πίσω.. Απλά φοβάμαι μη δεν αντέξω να δω το τέλος.. Και όμως όλοι, όλα, σε κάθε ευκαιρία μου (υπεν)θυμίζουν το μονοπάτι που τότε περπατούσαν δυο ζευγάρια πόδια και μου ψιθυρίζουν ειρωνικά πως δεν ήταν όνειρο, συνέβη.. Και τότε είναι που ένα βαρύ, αόρατο χέρι μ' αγγίζει στον ώμο από πίσω και ακούω τη φωνή μέσα μου να λέει: "Μη φοβάσαι, μην ελπίζεις, θα το δεις το τέλος, εδώ θα 'μαστε"...

Καμιά φορά περπατώντας στο αντίθετο ρεύμα απ' τη μεριά του δρόμου και βλέποντας όλα αυτά τα φώτα να έρχονται με μανία και να περνούν λίγα εκατοστά δεξιά ή αριστερά μου νιώθω την ανάγκη να κάνω το (κατα)λάθος βήμα και να χαθώ μέσα τους.. Τότε ίσως το τελευταίο και μοναδικό πράγμα που θα θυμάμαι να είναι ο ήχος μιας ξαφνιασμένης κόρνας... Και όμως κάθε φορά μια εικόνα, μια σκέψη με σταματάει.. Εκείνα τα μάτια και το ήσυχο βλέμμα του κάθε οδηγού που βρίσκεται βυθισμένος στο δικό του χάος και δε χρωστάει σε τίποτα να χρεωθεί το σφάλμα ενός τρελού.. Και πάντα σκέφτομαι τη στιγμή αμέσως μετά, τη στιγμή που το μόνο πράγμα που μένει είναι μια ερώτηση (που ίσως όλοι θα έκαναν σε ανάλογη περίπτωση): "Γιατί σ' εμένα?".. Και είναι κρίμα...
Κάποιες φορές σκέφτομαι πως είναι αστείο να σε σταματάει μια τέτοια σκέψη, γιατί αν ήθελα να σκεφτώ κάτι, σίγουρα έχω πιο σημαντικά πράγματα να υπολογίσω, αλλά δυστυχώς δεν υπάρχει πάντα χρόνος να σκεφτείς πολλά/σωστά.. Άλλες φορές λέω πως αυτή είναι ίσως η δικαιολογία μου που δεν το κάνω και πως παραμυθιάζω τον εαυτό μου ίσως γιατί φοβάμαι.. Θα μπορούσα εύκολα και με αρκετή σιγουριά να πω πως δε φοβάμαι, όχι αυτό, το ξέρω. Αλλά μερικές φορές, απλά, δε χρειάζεται να πεις τίποτα...

Τετάρτη 17 Νοεμβρίου 2010

It Must Have Been An Angel...

...Only you can heal your life...
...I just couldn't reach you...


Ήθελα να μπορούσε ο έρωτας να είναι ένα κουμπί. Να το πατήσω και μετά να ζήσω, να ζήσουμε, να ζήσεις.. Δίπλα μου. Ήθελα να με ψάχνεις και όταν χάνομαι να χάνεσαι, να ρωτάς και ν' αναρωτιέσαι.. Να θες να μάθεις τι κάνω. Όχι τι κάνω, αλλά ΤΙ ΚΆΝΩ... Ήθελα να με ζηλεύεις αληθινά, με ζήλια αγάπης.. Να προσπαθείς να κλέψεις ώρες και να θες ώρες μαζί μου και μόνο.. Ήθελα ν' αναζητάς τα χάδια μου.. Ήθελα να με θέλεις όπως και εγώ, για να μην πω και άλλα και με βαρεθώ που με διαβάζω... Αλλά πολλά ήθελα. Θέλω...

Ελάχιστοι μπορούν... Και πλέον το κατάλαβα.. Πολλά ν' ακούς, λίγα πες.. Κοίτα να μάθεις... Να μάθεις. Για να ξέρεις τι να πεις, και πως αυτό που θα πεις θα είναι αλήθεια. Αλήθεια. Για μια φορά αλήθεια. Να το λες και αμέσως να παίρνεις βαθιές ανάσες. Ανάσες κούρασης.. Σαν να 'ταν η πιο βαριά και πραγματική κουβέντα στον κόσμο. Όχι, δε θα το κάνεις γι' αυτούς, ούτε καν για 'μένα, σ' εμάς μπορείς να πεις ό,τι θες, θα σε πιστέψουμε.. Αλλά κάν' το για 'σένα, για να ξέρεις εσύ τι σου γίνεται, και εμείς ας μη μάθουμε ποτέ.. Αλλά κάν' το γιατί αλλιώς θα τρελαθείς.. Και όταν βρεις την απάντησή σου και γαληνέψει η θάλασσά μέσα σου, κράτα την σφιχτά εκεί, μην την πεις σε κανέναν, φτάνει που θα ξέρεις εσύ, έστω και για μια μόνο φορά...
Ελάχιστοι μπορούν να παίξουν καλά ένα τέτοιο ρόλο. Άκου και εμένα... Εξ άλλου, ποιος θα μπορούσε να πει ψέματα στον καλύτερο-μεγαλύτερο ψεύτη στον κόσμο?.. Ίσως μόνο ο ίδιος.. (Ίσως και όχι..) Δε φταις εσύ, ίσως ούτε εγώ, απλά η κατάσταση.. Το πως έγιναν, το πως τ' αντιμετωπίσαμε.. Μια πανέμορφη ταινία.. Με πολλούς πρώτους ρόλους, με γέλιο και ειρωνεία, δάκρυα και αγωνία... Αλλά ό,τι και να πω αν δεν τη δεις δε μπορείς να καταλάβεις.. Αλήθεια δε μπορείς.
Ξέρω πως ένιωσα, ξέρω πως έπαιξα και τι έλεγα.. Ξέρω πως ένιωσε και τι αισθάνθηκε.. Αδιαφορία? Όχι, κανείς δεν ήθελε να είναι ο κακός, αυτό σίγουρα. Ξέρω τι έκανε και τι θα έκανε για το λίγο που της έδωσα και άφησα.. Ξέρω πως νιώθω και πως θες να παίξεις.. Σε βλέπω στις εκείνες κινήσεις μου και δε σου κρύβω ότι χαίρομαι για 'σένα. Θέλει λίγο δουλειά ακόμα, θα 'λεγε κάποιος τελειομανείς, αλλά είναι μια αξιέπαινη προσπάθεια οφείλω να παραδεχτώ.. Διάθεση να υπάρχει, λένε.. Ξέρω πως προφέρεται ο έρωτας γι' αυτό να 'σαι σίγουρη.. Μα τώρα οι ερωτήσεις της πήραν σειρά στο δικό μου στόμα.. Και οι απαντήσεις που θα 'ρθουν με τρομάζουν.. Δε φοβάμαι πως τις έχω ξανακούσει, αλλά πως της έχω εγώ ο ίδιος πει.. Αστείο ίσως, αλλά πικρόγλυκα αληθινό. Και σίγουρα αυτή η αλήθεια έχει βάρος. Και δε με πειράζει, αυτήν την αγαπώ, γιατί τουλάχιστον είναι αλήθεια, σίγουρη. (Όσο σίγουρος θα μπορούσε να είναι κανείς και για το ότι και αύριο θα ξυπνήσει)...
Σ' ευχαριστώ πάντως για την προσπάθεια. Τουλάχιστον δείχνει ότι κάτι, κάποτε υπήρξε.. Και ναι, αν αυτό θεωρείτε εγωισμός τότε ας μου φορέσετε κορώνα, αλλά δε μπορώ να χωνέψω τη λύπηση κανενός και για κανένα λόγο.. Μην παρεξηγείς, δεν κατηγόρησα κανέναν, απλώς ήθελα να το πω και αυτό.. Όλοι θέλουμε και λίγο χρόνο για μας και ξέρω ότι πλέον δεν υπάρχει περιθώριο να σκεφτείς και τους άλλους.. Εμάς, εμένα... Οπότε γράψε άκυρο.. Σ' ευχαριστώ πάντως για την προσπάθεια. Τουλάχιστον μας έμεινε η γεύση.. Και ίσως έμαθα και κάτι.. Δεν ήξερα ότι μπορεί να το νιώσω αυτό και για να μην πω και ψέμματα δεν ήξερα καν ότι υπάρχει σαν συναίσθημα.. Νόμιζα ότι απλά δε μπορούσα να έχω αυτό που θέλω, ότι δεν ήμουν ικανός για το τέλειο.. Αλλά κατά κάποιο τρόπο μου έφτανε ότι πίστευα πως έστω το γνώρισα.. Αυτό το τέλειο, το ιδανικό.. Το όνειρο το ίδιο! Και εσύ τα κατάφερες. Μέσα σε τόσο λίγο έκανες αυτήν την εικόνα να σαπίσει μέσα μου...

Συγγνώμη, αλλά δεν το αξίζω όλο αυτό...


Όχι τόσο γι' αυτά που ζήσαμε, που σε λίγο θα ήταν σχεδόν κάτι, όσο γι' αυτά που περίμενα να ζήσουμε μαζί... Και ακόμη κι αν δεν ήρθαν ποτέ, εκείνη η αναμονή, οι μέρες πριν, ήταν όλα τα λεφτά.. Η αναμονή για όλα αυτά που κάποτε πίστεψα πως ίσως θα..., τώρα θα μείνει να μου θυμίζει αυτά που και εσύ για μια στιγμή ίσως ήλπιζες μα τώρα ξέχασες.. Και πέθαιναν, τα σκοτώσαμε γιατί δε θ' αντέχαμε άλλο την ομορφιά που μας περιέβαλε...
Κρίμα...


Ήθελα να μπορούσε ο έρωτας να είναι ένα κουμπί. Ήθελα να με θέλεις όπως και εγώ.
Ήθελα...






(Eξαιρετικά αφιερωμένο το τελευταίο...)

Τετάρτη 10 Νοεμβρίου 2010

Taste Of Love

 Adis meeting Luna



Όταν έφτασα ήταν ήδη αργά... Δεν πρόλαβα να σκεφτώ πολλά, ούτε καν ν' αντιδράσω.. Όλα γύρω μου έσβησαν απότομα και ένιωσα το σώμα μου να αιωρείται ανάμεσα σε έναν αποπνικτικό νέφος μετάνοιας..  Το λιγοστό φως που έμπαινε απ' το παράθυρο σταματούσε ακριβώς στο κέντρο του δωματίου, κάτω απ' τα πόδια της λες και την περίμενε, σαν ένα βασιλικό μονοπάτι που τελειώνει κάπου εκεί πάνω.. Εκεί όπου δεν υπάρχει τέλος. Εκεί όπου κανείς δεν ξέρει που...
Και αυτό ήταν το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι. Το επόμενο πρωί με βρήκε σιωπηλό πάνω σ' ένα κρεβάτι, ανάμεσα σε δεκάδες φωνές γύρω μου να προσπαθώ ν' ανασυγκροτήσω τις σκέψεις μου μήπως και καταφέρω ν' αρθρώσω κάποια λέξη.. Και ήταν λες και είχα μόλις ξυπνήσει από εφιάλτη.. Όχι, δεν ήθελα να συμβεί αυτό σε καμία περίπτωση...



Όλες οι υποσχέσεις σου, όλα σου τα Θα... Σαν βέλη τρύπησαν την καρδιά μου και φώλιασαν εκεί μέχρι που πνίγηκα απ' τα ασφυκτικά "γιατί", μέσα σε μια λίμνη  πόνου και ζήλιας.. Θα σ' αγαπώ για πάντα, θα σε προσέχω μικρέ μου άγγελε ό,τι κι αν συμβεί, είχες πει κάποτε... Και που ήσουν όταν σε χρειάστηκα, όταν ήθελα κάποιον να με προστατέψει? Από 'μένα, από 'σένα..

Κάποιος μου έφερε ένα ποτήρι νερό. Μου φάνηκε τόσο διαυγές... Σαν να μπορούσα να κολυμπήσω μέσα του. Να σωθώ.. Να μη θυμάμαι.. Ένας άλλος με ρώτησε 'πως αισθάνεσαι;'. Ποτέ δεν την κατάλαβα αυτή την ερώτηση. Άσε που δεν ξέρω την απάντηση, αλλά και να την ήξερα, τι θα μπορούσες ρε μαλάκα να καταλάβεις απ' αυτήν, ήθελα να του πω.. Δεν ξεστόμισα όμως λέξη. Χαμένος κόπος. Έριξα πίσω το κεφάλι μου, έκλεισα τα μάτια και βόλεψα τον αυχένα μου στο μαξιλάρι. Κάτι κουκκίδες έπαιζαν κρυφτό πίσω απ' τα βλέφαρά μου και το άρωμα της, το άρωμα της.. Μ' έκανε να θέλω να την αγκαλιάσω πάλι. Ξανά.. Πως γίνεται αυτό που έχει μείνει από κείνη, να 'ναι μόνο το άρωμά της; Διαλυμένα όλα στο δωμάτιο κι η οργή μου ασίγαστη. Ολόκληρο τον κόσμο να καταστρέψω τώρα, δεν θα ημερέψει το μέσα μου..

Ποτέ δε θα με καταλάβεις, γιατί ποτέ δεν ήσουν πραγματικά δίπλα μου. Και όλα τα όνειρα που κάναμε μαζί σαν σταγόνες της βροχής έσκασαν στη γη με μανία και απορροφήθηκαν απ' το χώμα μέχρι που εξαφανίστηκαν σαν να μην υπήρξαν ποτέ.. Το μόνο που θες είναι να περνάς καλά και εγώ ήμουν ένα απ' τα καλύτερα παιχνίδια σου. Γιατί σ' εμπιστεύτηκα, γιατί σε πίστεψα... Και δυστυχώς άργησα να καταλάβω, αλλά ως εδώ ήταν...

Πάντα μ' άρεσε να στέκομαι στο χείλος του γκρεμού και να κοιτάζω κάτω. Η έλξη του κενού να με διαπερνά κι εγώ να φλερτάρω μ' ένα μετέωρο βήμα, που ήξερα πως τελικά, δεν θα έκανα. Κάπως έτσι ήταν και με 'κείνη. Θα μπορούσα να ορίσω με πολλές λέξεις τι φάση παιζόταν, αλλά καμιά δεν θα ήταν ακριβής. Και τώρα, δεν υπάρχει πια το περιθώριο, ν' αλλάξω τίποτα. Τ' άλλαξε όλα η ζωή. Μοιράστηκαν τα φύλλα. Δεν έχω κανένα άσο. Πως έγινε ρε γαμώτο; Γιατί δεν θυμάμαι; Σαν να χάλασε το παζλ και τώρα που θέλω να το ξαναφτιάξω, κάποιος μου κρύβει κομμάτια. Τι επίλογο έγραψες, ρε μάτια μου; Άργησα να σε σώσω από 'μένα..

Κουράστηκα να προσπαθώ συνέχεια μόνη μου. Να ξαναχτίζω ό,τι γκρέμισες.. Απ' το εγώ μου, απ' το εμάς.. Πάντα μου 'λεγες θα είμαι εκεί για 'σένα. Και που είσαι τώρα? Ούτε εσύ ξέρεις πια... Μόνο όταν πίνεις με θυμάσαι.. Συγνώμη, αλλά σήμερα ξέρεις.. Ξέμεινα, το μπουκάλι μου άδειασε. Όμως δε πειράζει, άλλωστε ποιος νοιάζεται.. Ό,τι έγινε έγινε. Ίσως κάποια μέρα, ακούγοντας το αγαπημένο μας τραγούδι, κοιτάξεις εκεί ψηλά στο γαλάζιο τ' ουρανού και καταλάβεις πως... Ξέχνα το, τέλος χρόνου...

Αυτό που με τρελαίνει, δεν είναι οι πόνοι απ' τα διαλυμένα κόκκαλα, δεν είναι η θολούρα των ηρεμιστικών, δεν είναι τα γκρίζα κουστουμαρισμένα τυπάκια, που πηγαινοέρχεσαι με ασυρμάτους και κρυμμένα πιστόλια στους γοφούς, εκτοξεύοντας θεωρίες. Τάχα μου γαμάω και δέρνω. Στ' αρχίδια μου όλα. Το μόνο που με νοιάζει είναι αυτό το ύπουλο κιτρινισμένο «ποτέ» που μου καίει τον ουρανίσκο, σαν το χειρότερο φτηνό άφιλτρο. Ποτέ. Μπήκε η τελεία. Τέλος. Ότι ζήσαμε: τέλος. Ποτέ. Ποτέ ξανά. Ποτέ.

Ίσως τελικά το λίγο της ζωής μου δεν ήταν αρκετό για 'σένα.. Ίσως ζήτησα πολλά και μόνο αυτό ν' αξίζω.. Και δε μετανιώνω για τίποτα, τίποτα δε σου ζητάω πίσω. Μόνο άσε μου τη γεύση σου στα χείλη μου, άσε με να πάρω μαζί μου τη μυρωδιά σου, το βλέμμα σου, τ' άγγιγμά σου στο κορμί μου.. Γιατί φεύγω, μα δε θα χαιρετήσω. Και ώρες ώρες σκέφτομαι πως φτάσαμε ως εδώ.. Λυπάμαι για τον κόπο μας, τα ξεχασμένα όνειρά μας.. Αυτή τη φορά όμως δε θα κάνω το ίδιο λάθος, όχι άλλες συγγνώμες.. Αντίο.

Ακούω μερικούς εργάτες κάτω στο δρόμο. Δεν τους βλέπω. Θόρυβοι από πατημασιές, ξύλα, σφυριά, μέταλλα. Μυρωδιά από ροκανίδια. Κατακαθίζει λες πάνω μου αυτή η σκόνη.. Πότε βρίζουν και πότε τραγουδάνε.. Κι όταν περνούν κορίτσια, ξεδιπλώνουν τα γλοιώδη τους σφυρίγματα. Τι κάνει μια απόσταση ασφαλείας, ε; Αν ερχόντουσαν πρόσωπο με πρόσωπο μ' ένα απ' αυτά τα κορίτσια, θα στέκονταν σούζα όλα αυτά τα αντράκια. Το 'ξερω γιατί θυμάμαι πως ένιωσα όταν με κοίταξες.. Σαν να μου πήρες το τελευταίο μου εισιτήριο για την κόλαση. Σαν ν' άνοιξες με κόφτη μια τρύπα στα συρματοπλέγματα και μπήκες στο φράχτη μου. Λίγο πιο πίσω αν είχες μείνει. Σε μια απόσταση ασφαλείας.. Δεν θα 'μασταν τώρα έτσι. Ούτε εσύ, ούτε εγώ. Ποτέ. Αναρωτιέμαι τι πρόλαβες να καταλάβεις πριν.. Αν είδες πόσο βαθιά, πόσο αμετάκλητα κατεστραμμένος είμαι. Τόσο που δεν αντέχω καν την πιθανότητα να σωθώ. Προτιμώ να σκοτωθώ. Ποτέ. Ποτέ πια. Ποτέ ξανά. Ποτέ. Καμένο χαρτί γεννήθηκα. Αν το είχες μόνο καταλάβει πριν..



Ποτέ μου δε θα ξεχάσω εκείνη τη φρικιαστική εικόνα στο δωμάτιο.. Ποτέ δε θα σε ξεχάσω. Μα ακόμη όμως δεν κατάλαβα το λόγο... Γιατί? Γιατί ζωή μου? Γιατί έπρεπε να το κάνεις αυτό?.. Και εγώ ακόμη εκεί, πάνω σ' εκείνο το κρεβάτι, αμίλητος, μουδιασμένος απ' τις αμέτρητες σκέψεις που σαν δηλητήριο στο αίμα μου τρώνε σιγά σιγά την ψυχή μου, περιμένω πλέον... Το τίποτα.

Παρασκευή 5 Νοεμβρίου 2010

A Weak Soul... (The Way Out)


...Μια ώρα τώρα το κοιτάζω και προσπαθώ να καταλάβω τι ώρα είναι.. Οι χτύποι σαν σφυριές τρυπούν τ' αυτιά μου πλέον.. Άραγε πέρασε μόνο μια ώρα?... Ξανακοίταξα. Πλησίασα. Πλησίασα λίγο περισσότερο.. Τότε συνειδητοποίησα πως χαμογελούσα γιατί κατάλαβα όταν είδα τις μπαταρίες στο πάτωμα... Ξαφνικά τρεις γνώριμες φάτσες εμφανίστηκαν στον καθρέφτη στα δεξιά και γελούσαν μ' όλη τους τη δύναμη χωρίς ν' ακούγονται.. Πήγαιναν ρυθμικά μπρος πίσω με κλειστά τα μάτια σαν να φοβόντουσαν να κοιτάξουν.. Ο ήχος ήρθε καθυστερημένα και ήταν τελείως ασυγχρόνιστος με την εικόνα.. Ανατριχιαστικά γέρικα γέλια έβγαιναν απ' τα στόματα των νέων και μου θύμιζαν το μέλλον.. Τότε μου ήρθε αμέσως στο μυαλό η αστραπή και η βροντή και κοίταξα στην κούπα με το τσάι που κρατούσα, χωρίς ίσως λόγο, στα χέρια μου.. Προσπάθησα να εστιάσω βαθιά μέσα του και να δω πέρα απ' το κόκκινο χρώμα του.. Μετά από λίγο κατάφερα να παρατηρήσω μια τελεία στο κέντρο του πάτου.. Μπορεί να ήταν και άνω τελεία, όταν πριν προλάβω να σιγουρευτώ μια απότομη ρουφήχτρα με τράβηξε κατευθείαν μέσα...

Όταν άνοιξα τα μάτια μου ήμουν πάλι στην ίδια θέση, καθιστός στο κρεβάτι του δωματίου μου.. Όλα (σχεδόν) ίδια.. Ο καθρέφτης αυτή τη φορά ήταν κάτω απ' το ρολόι που κρεμόταν ανάποδα ψηλά στον τοίχο.. Δε με παραξένεψε και πολύ όμως όταν είδα το χαλί στο ταβάνι και τη λάμπα αναμμένη στο πάτωμα σαν μπαλόνι γεμάτο με ήλιο.. Το τσάι τώρα ήταν πάνω σ' ένα τραπεζάκι, που πρώτη φορά έβλεπα, μπροστά απ' την πόρτα, η οποία δεν είχε χερούλι μόνο ένα ματάκι το οποίο έμοιαζε περισσότερο να κοιτάζει αυτό μέσα σου και όχι εσύ σ' εκείνο..
Σηκώθηκα. Θυμήθηκα ξανά την αστραπή και βγήκα στο μπαλκόνι να την ψάξω.. Είχε πια νυχτώσει, πρέπει να ήταν 16:06 απ' ό,τι άκουσα.. Για κάποιο περίεργο λόγο έξω δεν είδα πουθενά κάγκελα.. Έκανα ένα βήμα πέρα απ' τα σύνορα του μπαλκονιού με διάθεση να πέσω, αλλά δεν τα κατάφερα.. Σκαλοπάτια εμφανίζονταν το ένα μετά το άλλο σε κάθε μου πάτημα.. Άλλα ανέβαιναν, άλλα κατέβαιναν.. Κάποια στιγμή έχασα την αίσθηση του ύψους.. Πρέπει να είχαμε ανέβει αρκετά.. Συνέχισα να ψάχνω εκείνη τη λάμψη στον ουρανό, αλλά σε κάθε ματιά με κάρφωνε και ένα διαφορετικό φως αστεριού.. Ευτυχώς τουλάχιστον είχε πανσέληνο για να βλέπω που πατάω.. Και μόλις επαναπαύθηκα σ' αυτήν τη σκέψη τα σκαλοπάτια έσβησαν μαζί με όλα τα λαμπιόνια του στολισμένου μου ουρανού.. Και έπεσα. Στα μαλακά (ο άτυχος)...

Αυτήν τη φορά καθόμουν δίπλα σε μια γυναίκα, μέσα σ' ένα λεωφορείο υπεραστικών διαδρομών.. Δε ξέρω πως βρέθηκα εκεί, ούτε που μ' ένοιαζε είναι η αλήθεια, απλά συνέχισα να κοιτάζω έξω απ' το παράθυρο, ως συνήθως.. Παρακολουθούσα την ανώμαλη, άτακτη πορεία που διέγραφαν τα σύννεφα σαν τον καπνό που φεύγει απ' το τσιγάρο με μανία χωρίς να ξέρει προς τα που πηγαίνει.. Ήμουν τόσο συγκεντρωμένος που τρόμαξα όταν ξαφνικά πέρασαν από μπροστά μου βιαστικές σταγόνες που έβγαιναν απ' τη γη με στόχο να χαθούν κάπου ανάμεσα στο μαύρο εκεί ψηλά.. Δε ξέρω γιατί, αλλά μου άφησαν την εντύπωση κουρασμένων δακρύων που ήθελαν καιρό να ξετρυπώσουν απ' τις μικρές φωλιές τους.. Και ένα τραγούδι στο ραδιόφωνο σε χαμηλή ένταση συμπλήρωνε γλυκά το περίεργα όμορφο αυτό τοπίο.. Μετά γύρισα προς τη γυναίκα δίπλα μου που τόση ώρα (πόση άραγε..) δεν είχε πει κουβέντα.. Και τότε κόπηκε η ανάσα μου, πάγωσα.. Το λεωφορείο ήταν γεμάτο κέρινες κούκλες επιβάτες που έμοιαζαν να πηγαίνουν αιώνια προς το πουθενά.. Αμέσως έτρεξα να το σταματήσω, αλλά συνειδητοποίησα πως τα πάντα ήταν από πάντα ακίνητα.. Μα στα παράθυρα, σαν ατελείωτα βιντεάκια πλύσης εγκεφάλου, τα σύννεφα ακόμη ζωγράφιζαν τον υποτιθέμενο ουρανό..
Βγήκα "έξω" τρέχοντας (για να ξεφύγω) νομίζοντας πως περνώντας απλά την πόρτα θα έβγαινα έξω.. Έκανα λάθος. Έπεσα στο κενό και όλα γύρω μου έσβησαν στιγμιαία.. Και όταν άνοιξα τα μάτια μου... Χαμογέλασα, ίσως το μόνο που μπορούσα να κάνω.. Κοίταξα τον ουρανό που είχε πάρει τη θέση του ταβανιού.. Ήμουν στο δωμάτιο και πάλι. Στην ίδια θέση, μα όλα πάλι διαφορετικά.. Άρχισα να γελάω, αλλά τώρα πια ήμουν εγώ αυτός που έβγαζε εκείνους τους ανατριχιαστικούς ήχους απ' το στόμα μου.. Ξαφνικά σταμάτησα. Άκουσα το ρολόι. Προσπάθησα μάταια να δω την ώρα.. Ξανασήκωσα το κεφάλι μου ψηλά στο απέραντο μαύρο. Τελικά κατάλαβα πως...

Όταν κοιτάζω τον ουρανό με τ' άστρα νιώθω πως βρίσκομαι στο παρελθόν, όχι μόνο το δικό μου, αλλά του κόσμου όλου...

Παρασκευή 29 Οκτωβρίου 2010

What More?

The day we stop "looking" is the day we die...

Ώρες ώρες απορώ πως γύρισε έτσι ανάποδα ο κόσμος και εγώ ακόμη δεν το 'χω πάρει χαμπάρι.. Απορώ πως γίνεται να έχω ό,τι θέλω και να μη μου λείπει τίποτα, όταν τ' απέκτησα όλα χωρίς καν να κάνω τίποτα..! Όταν το σκοτεινό μονο-πάτι μπροστά μου ήταν προφανές που θα κατέληγε σαν μαθηματική πρόοδος.. Όταν εγώ ο ίδιος είχα αρχίσει να χάνω τις τελευταίες ελπίδες μου, που δεν είμαι και άνθρωπος που πιστεύει στις ήττες... Όταν όλα έμοιαζαν να παίρνουν το δρόμο τους.. Κακός, στραβός, πάντως δρόμος, χωματόδρομος.. Και τώρα ξαφνικά στρώθηκε κόκκινο χαλί και περπατάω πάνω σ' ουράνιο τόξο..!

Θεέ μου, τι κακό έκανα και μου φέρεσαι τόσο καλά?...

Σάββατο 23 Οκτωβρίου 2010

A Silent Walk In Thoughts



Κοίταζα τις φωτογραφίες των ημερών μας.. Τις κοίταζα πολύ ώρα μα δε μπορούσα να με βρω σε καμία τους.. Έμοιαζαν όλες λευκές και ανούσιες.. Μα δε μπόρεσα ποτέ να το καταλάβω αυτό.. Είπα πως απλά μάλλον χρησιμοποιούσαμε χαλασμένη φωτογραφική.. Και το έχαψα.

Πνίγομαι σ' αυτό το δωμάτιο τώρα, θέλω λίγο αέρα, καθαρό, ξένο. Που να μην το ξέρω και να μη με ξέρει. Θέλω να με χτυπήσει απότομα σαν τους βιαστικούς περαστικούς που δεν τους χωράει ο τόπος και μετά να με χαϊδέψει σαν το πιο γλυκό χέρι που γνώρισα ποτέ μου.. Και φυσικά μετά σαν σωστός άγνωστος θα μου ζητήσει μια τυπική συγγνώμη και εγώ θα τη δεχτώ και μ' ένα βεβιασμένο, μπαγιάτικο χαμόγελο θα φύγω.. Ένα χαμόγελο σαν αυτά που αφήνουν οι κλόουν μετά την τελευταία τους υπόκλιση και ύστερα εξαφανίζονται καθώς πέφτει το απρόσωπο εκείνο χειροκρότημα.. Και όταν το παιδάκι ρωτήσει για το που πήγε αυτός ο περίεργος τύπος, η μητέρα του θα το καθησυχάσει λέγοντάς του πως θα ξανάρθει.. Και εκείνος έρχεται και ξανάρχεται.. Και πάντα με το ίδιο χαμόγελο.. Ώσπου μια μέρα χάνεται στα χρώματά του και το παιδάκι μένει με την απορία..

Βγήκα στο μπαλκόνι μα δε μου 'φτασε.. Ντύθηκα πρόχειρα και πήγα μια βόλτα. Κάπου εκεί ανάμεσα στ' ανώνυμα και ξεχασμένα απ' τους ανθρώπους στενάκια μπας και βρω την ησυχία να μου κάνει λίγο παρέα όσο εγώ θα μιλάω μόνος μου.. Όσο θα της λέω τις αδιάφορες γι' αυτήν ιστορίες μου.. Όσες πια (θέλω να) θυμάμαι...
Και πάνω που βρήκα δύναμη να βγω, πάλι βρέχει εκεί έξω.. Κάτι τέτοιες ώρες μου τη σπάει η βροχή.. Όχι η πολύ, η λίγη.. Αυτή που ρίχνει αργά και βασανιστικά μία μία τις σταγόνες της στο μέτωπό μου και δε μ' αφήνει να ηρεμήσω, να ξεχαστώ.. Σαν ένα δάχτυλο, πιθανότατα δείκτης, που σε χτυπάει ελαφρά και σπαστικά συνεχώς στο κούτελο θέλοντας να σου θυμίσει όλα αυτά που παλεύεις με τόσο κόπο να ξεχάσεις.. Με κόπο σιωπής... Για να μην πληγώσεις άδικα, να μην πληγωθείς.. Να μη ξεσπάσεις, να μην πέσεις και σπάσεις, ν' αντέξεις.. Στο χρόνο, στις λέξεις, τις σκέψεις...

Και τώρα μοιάζω κάπως καλύτερα (ίσως επειδή δε γίνεται χειρότερα).. Περπατάω. Σε κάθε στροφή στρίβω, σε κάθε διάβαση αλλάζω κατεύθυνση.. Και πάντα όπου μπορώ απ' τη μεριά του δρόμου. Δε μπορώ τα πεζοδρόμια, με πιάνει κλειστοφοβία. Τα πεζοδρόμια είναι για τ' αυτοκίνητα, άκουσα ένα "κιθαρίστα του Θεού" να λέει μια μέρα καθώς περνούσα από δίπλα του, στη μέση του δρόμου..!
Το εκνευριστικό χέρι ευτυχώς τώρα έφυγε απ' το κεφάλι μου.. Είχα πει θα κάτσω λίγο, αλλά μετά από τόση ώρα χάθηκα.. Στις σκέψεις του παρελθόντος πάλι.. Ηττημένος και αδύναμος κάθισα σ' ένα πεζούλι να κάνω ένα τσιγάρο. Αυτό που δεν έκανα ποτέ κι όμως συνέχεια καπνίζω.. Ούτε η μοναξιά δε με ήθελε δίπλα της.. Σε σιχάθηκα, μου είπε και αφού μαλώσαμε για τριακοστή τρίτη φορά πήρα το δρόμου του γυρισμού.. Και η βροχή ξανάστησε background ενώ εγώ κρατούσα ρυθμό με τις μπότες μου να βυθίζονται στα λασπόνερα.. Και να που φτάσαμε, που να μη φτάναμε.. Μπήκα μέσα και αμέσως έτρεξα πίσω σου, πίσω μου, σ' εκείνες τις φωτογραφίες.. Μα και πάλι παραμυθιάστηκα και τελικά τις έβαλα στη θέση τους καταπίνοντας την απορία.. Και είναι και άγευστη και δύσπεπτη να πάρει! Τις έβαλα στο συρτάρι των ξεχασμένων, των ανύπαρκτων, στο κομοδίνο και το τριπλοκλείδωσα.. Και σαν καλύτερη, κλασσική λύση, αφέθηκα στην αγκαλιά της κουβέρτας μου.. Καληνύχτα, μου ψιθύρισε και χάθηκε και η σκιά μου στο βασίλειο της νύχτας καθώς έκλεινα το φως του δωματίου με την ελπίδα να καταφέρω να κοιμηθώ και πάλι...

Και τα κατάφερα. Μα όταν ξύπνησα δεν ήταν εκεί. Ούτε καν το συρτάρι.. Μάλλον δεν ήταν ποτέ εκεί...

Δευτέρα 18 Οκτωβρίου 2010

My Weakness


Φοβάμαι που φοβάμαι γιατί ποτέ μου μέχρι σήμερα δεν έμαθα πως είναι να φοβάσαι...

Και αν μαθευτεί ο φόβος μου? Μόλις δημιούργησα ένα αδύνατο σημείο μου... Και τώρα πως σε αντιμετωπίζεις?...

Δευτέρα 11 Οκτωβρίου 2010

The Last Show


Απόλυτη σιωπή. Όλοι κάθισαν στις θέσεις τους αμίλητοι και ακίνητοι σαν νεκροί και κάρφωσαν τα βλέμματά τους στη σκηνή.. Τα φώτα έσβησαν.. Η μεγάλη κόκκινη κουρτίνα σηκώθηκε. Ξεκινάει, ξεκίνησε.. Και τώρα περιμένουμε με αγωνία.. Είπαν πως έχουν δουλέψει αρκετά και πως έχει πρωτότυπη υπόθεση.. Μας υποσχέθηκαν πολλά και πλέον ήρθε η ώρα ν' αποδείξουν τι αξίζουν.. Γι' αυτούς και όχι τόσο για εμάς...

Και όμως μας απογοήτευσαν.. Το ίδιο σενάριο με το περσινό, ακριβώς το ίδιο.. Ένα χρόνο μετά και δεν άλλαξε τίποτα. Σαν να μην πέρασε μια μέρα, σαν να μη συνέβη τίποτα.. Δε λέω, καλά παίζουν τα παιδιά, αλλά είναι κρίμα για τον κόπο τους, τον κόπο μας... Μόνο οι ρόλοι άλλαξαν, όχι οι ηθοποιοί, μόνο οι ρόλοι.. Κατά τα άλλα μέχρι και οι κινήσεις τους είναι ίδιες.. Και είναι αστείο αν είσαι από κάτω και παρακολουθείς.. Καλά, πως νόμισαν ότι θα μας ξεγελάσουν έτσι απλά με μια αλλαγή ρόλων? Αυτό ήταν όλο?...
Στο πρώτο δεκάλεπτο είχαν ήδη αρχίσει να φεύγουν.. Στο μισάωρο δεν είχε μείνει ούτε ματιά.. Είπαν πως ξέρουν.. Πως η εξέλιξη είναι αναμενόμενη.. "Χάσιμο χρόνου" ήταν η φράση της βραδιάς.. Ένα ένα τα σκυμμένα κεφάλια άδειασαν την αίθουσα.. Έμεινα μόνος. Κολλημένος στο κάθισμα λες και δε μπορούσα να κουνηθώ.. Γιατί βαθιά μέσα μου είχα μια ελπίδα.. Ήθελα να δω το τέλος, ακόμη κι αν ήταν το ίδιο. "Πάμε να φύγουμε" ακούστηκε μια αντρική φωνή από δίπλα μου, αλλά εγώ τον έδιωξα με μια γρήγορη κίνηση του χεριού μου χωρίς καν να γυρίσω το βλέμμα μου.. Και το έργο συνεχίστηκε κανονικά μέχρι την τελευταία σκηνή...
Τα θλιμμένα τους πρόσωπα, με δάκρυα στα μάτια ευχαρίστησαν το κοινό και υποκλίθηκαν όλοι μαζί στο τέλος της παράστασης.. Το χειροκρότημά μου ήταν το τελευταίο πράγμα που ακούστηκε πριν σβήσουν και πάλι τα φώτα...

Τετάρτη 6 Οκτωβρίου 2010

Trapped In Your Own Dream

Έψαξα παντού...

Κάποιος είπε πως βρήκε τη σκιά σου, κάποιος είπε ότι είδε τα μάτια σου, άλλος πως άκουσε τη φωνή σου και άλλος πως ένιωσε το άγγιγμά σου. Κανείς όμως δεν ήξερε που να σε βρει, που θα σε βρω.. Και όμως δεν το έβαλα κάτω, συνέχισα να ψάχνω.. Τις μέρες με τα μάτια, τις νύχτες με την καρδιά μου. Απ' τις πιο πολυσύχναστες πλατείες των μεγαλύτερων πόλεων μέχρι τα πιο ξεχασμένα σοκάκια των μικρότερων νησιών.. Μέσα σε κάθε λέξη και συναίσθημα, σε κάθε νότα, πινελιά και χρώμα.. Και όμως, δε σε βρήκα πουθενά.
Και έτσι τυχαία μια μέρα, ηττημένος βαδίζοντας προς το δρόμο της σιωπής, εμφανίστηκες ξαφνικά μπροστά μου. Ξεπήδησες μέσα απ' τα όνειρα των ονείρων μου σαν άγγελος θεόσταλτος.. Και έγινε η νύχτα μέρα, η θλίψη μου χαμόγελο. Και μ' εκείνο το πρώτο σου φιλί μου έδειξες πως δεν είναι όνειρο και όμως εγώ ακόμη να πιστέψω.. Γιατί όλο έρχεσαι και έπειτα φεύγεις.. Γιατί φοβάμαι μη φύγεις και δε ξανά γυρίσεις, έτσι ξαφνικά όπως ήρθες στη ζωή μου..

Και όσο θέλω τόσο διστάζω, όσο πιο κοντά μου σ' έχω τόσο νιώθω πως σε χάνω.. Και να ξεφύγω πλέον δε μπορώ. Δηλητήριο το φιλί σου, με παγιδεύει στο παιχνίδι σου. Και ότι δίνεις παίρνεις πίσω και πάντα χάνω εκεί που λέω πως κερδίζω.. Εθισμένος πλέον ρίχνω τα ζάρια και αφήνομαι στον ήχο της τύχης.. Και όπου πατάς ακολουθώ και στο ρυθμό σου πια χορεύω.. Γιατί είναι αλήθεια πως φοβάμαι, αλλά τουλάχιστον τώρα ζω.


Έψαξα παντού.
Και τελικά σε βρήκα. Μα δυστυχώς δεν ήξερα με ποιον πήγα να τα βάλω...

Παρασκευή 1 Οκτωβρίου 2010

For These I Love


Καμιά φορά είναι ωραίο ν' ανακαλύπτεις πράγματα για τον εαυτό σου που ίσως ήξερες, αλλά ποτέ πριν δεν είχες επιβεβαιώσει.. Τρεις απλοί κανόνες λοιπόν είναι αρκετοί για να σε βάλουν σε σκέψεις...

Έχουμε και λέμε:
1. Να αναφέρεις ποιος σε προ(σ)κάλεσε.
2. Να καταγράψεις 10 πράγματα που αγαπάς.
3. Να προ(σ)καλέσεις κι εσύ με τη σειρά σου 10 ακόμη φίλους.

Υπαίτιος όλων λοιπόν το αγαπημένο μας φρουτάκι, ο Annanas!
Και ξεκινάω, με τυχαία βέβαια σειρά:
Αγαπώ,
1. τα όνειρα, όλα ακόμη και τους εφιάλτες. Γιατί είναι έμμεσες εμπειρίες. Βλέπεις τον εαυτό σου σε καταστάσεις, πραγματικές ή μη, και τον τρόπο με τον οποίο ίσως θ' αντιδρούσες και στην πραγματικότητα. Μ' αρέσει το οποιοδήποτε συναίσθημα σου δημιουργείται την ώρα που ξυπνάς λες και ό,τι έγινε ήταν αληθινό...
2. το φεγγάρι, γεμάτο ή μη. Μου αρκεί να το βλέπω εκεί ψηλά..
3. τις (αμπελο)φιλοσοφίες της νύχτας με φίλους μέχρι να βγει ο ήλιος το πρωί..
4. να περπατάω σε πολυσύχναστους δρόμους ακούγοντας μουσική.. Χωρίς λόγο, χωρίς κάποια υποχρέωση για να μπορώ να πηγαίνω με ό,τι ταχύτητα θέλω ανάλογα τη διάθεσή μου..
5. να παίζω κιθάρα κοντά σε θάλασσα, μέρα ή νύχτα σχεδόν το ίδιο είναι.. Μου τη δίνει όμως άμα έχει πολύ αέρα!
6. τα παραμύθια και τους μύθους, με λίγα λόγια λατρεύω τη μαγεία στη ζωή..
7. να λύνω γρίφους και να σπάω ρεκόρ στ' οτιδήποτε μου δοθεί ευκαιρία..
8. να ζωγραφίζω, αλλά μόνο με μολύβια γιατί δε μπορώ τα χρώματα στις ζωγραφιές.. Λατρεύω τις σκιές..
9. να γράφω μουσική, αναζητώντας φυσικά κάθε φορά το "καλύτερο" κομμάτι του κόσμου.. Είτε στην κιθάρα, είτε στο πιάνο, είτε απλά τραγουδώντας..
10. να ψυχολογώ και να προβλέπω αντιδράσεις στους γύρω μου.. Πολύ ή λίγο γνωστούς, δεν έχει σημασία..
11. (Bonus) τη Sambuca και γενικά τα ποτά και τα ξενύχτια με καλή παρέα... (Δε θα μπορούσα να μη βάλω αλκοόλ στη δεκάδα, την ένιωθα λειψή)!

Και κάπου εδώ αρχίζει ο τρίτος κανόνας τον οποίο όμως θ' αλλάξω κάπως..
Θα προσκαλέσω λοιπόν και εγώ με τη σειρά μου τους εξής 6 bloggers:
1. Τον Α
2. Τη Σεισάχθεια
3. Τη Γλύκα
4. Την Katerina
5. Τη Sweet Truth
6. Το Spy

Περιμένουμε...

Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου 2010

With Eyes Closed It Seems Heaven



Και τώρα όλα μοιάζουν να πήραν το δρόμο τους.. "Είσαι ευχαριστημένος?", τον ρώτησε.. Δεν ήξερε ν' απαντήσει όμως τώρα υπήρχαν στόχοι, υπήρχε λόγος, υπήρχε κάτι.. Καλύτερα ίσως έτσι.. Δεν πειράζει που πέτρωσαν τα χέρια και δε μπορώ πλέον να νιώσω, δεν πειράζει που πάγωσε το μυαλό και δε μπορώ να σκεφτώ, να δω καθαρά.. Ούτε και εσύ μπορείς εξ άλλου, ούτε κανείς απ' αυτούς που νομίζουν ότι ξέρουν καταλαβαίνει τι γίνεται.. Καλά δεν περνάμε όμως όλοι? Ναι, έτσι φαίνεται στα μάτια τους. Αυτό φτάνει, καλά είμαστε 'ντάξει...

Χθες προχωρούσαμε "όλοι" μαζί σ' ένα άγνωστο στενό και τότε σε θυμήθηκα.. Κοίταξα γύρω μου, όλοι τους γελούσαν και γέλασα και εγώ μαζί τους.. Κοίτα τι περίεργο καταφέραμε, σκέφτηκα.. Κάποτε τα πρόσωπα αυτά ήταν όλα σκεπτικά και στον κόσμο τους χωρίς κουβέντες μεταξύ τους, χωρίς λόγο ύπαρξης ο ένας δίπλα στον άλλο.. Και όμως τότε ζούσαμε προσπαθώντας κάτι που (ίσως νομίζαμε ότι) θέλαμε και αυτό ήταν αρκετό για να πεις πως είσαι ευχαριστημένος απ' το λίγο που είχες.. Τώρα είναι χαρούμενα πρόσωπα, συγχρονισμένα χαμογελαστοί και ευδιάθετοι.. Και όμως λείπει η ουσία, αλλά κανείς δε μιλάει γι' αυτό κι ας ξέρει.. Γιατί φοβούνται ν' αντιμετωπίσουν το μετά.. Γιατί κανείς δε θυμάται πλέον τι θα πει "ουσία".. Αλλά ποιος νοιάζεται? Καλά δεν περνάμε? Ναι, έτσι φαίνεται στα μάτια τους. Εντάξει αυτό φτάνει, καλά είμαστε τότε...

Τρίτη 21 Σεπτεμβρίου 2010

A Great Player...


With no enemies there's no game. If you want to win you have to know your enemy. His weaknesses, his deepest fears, his secret cards.. You must know what he wants from you and first of all you must know what is that you want most.. A complete plan of your acts in your head is the best beginning.. Half win.. But you must also play in silence, so keep a low profile. He finds your moves, you lose. Be aware, calculate every part of the game. They say that the greatest enemy will hide in the last place you would ever look.. He might be sitting next to you, he may be a close friend or even a person from your family. You can't be sure for anything when you talk about life...
You have to make him believe that he controls the game and he's powerful. In his eyes, he is the puppeteer and you are the puppet. Feed him until you're about to eat him. Unfair moment rules: if he laughs you cheat.. Everything for your target.. Nothing's forbidden in such games.. You have to be always ready to make your move. Be focused. And remember, it's all about the right timing... One move, sudden reaction, great pain, never forgotten.. And the dice still rollin'. 'Till the next enemy...
Though, the worst nightmare can be when you realize that your biggest enemy is yourself... A clear dead end.. Only tip then: Put him out of his misery...

Δευτέρα 13 Σεπτεμβρίου 2010

The Final Judgement


Λευκός λαγός, μια κούπα μέλι...

 
Νόμιζα πως μια γεύση έφτανε να με χορτάσει.. Μάλλον έκανα λάθος.. Ήξερα όμως σίγουρα πως μια ανάμνηση έφτανε να με σκοτώσει.. Ξανά. Και προσπάθησα να ξεχάσω.. Και ξέχασα. Και ξαναθυμήθηκα και ξαναξέχασα.. Ξέχασα... Και δε θυμάμαι πια.. Μα και πάλι μια γεύση δε μου έφτασε... Ίσως πολλά να ζήτησα και ίσως λίγα έδωσα, ποιος όμως τώρα θα με κρίνει?.. Το ξέρεις πως δεν έφταιξα τόσο και είναι κρίμα για το άδικο που πίνω.. Και θα μου πεις έτσι είναι η ζωή, μα εγώ ζωή μου δε σ' αφήνω.. Τότε ο λαγός με κοίταξε και έδειξε το ρολόι.. "Τελείωσαν τα νούμερα", μου ψιθύρισε και χαμογέλασε ειρωνικά κρατώντας σφιχτά στα χέρια του το μέλι.. Και χάθηκε ο κόσμος γύρω μου και έγιναν όλα ένα.. Ένα μαύρο. Και εγώ έμεινα εκεί να περιμένω εσένα... Και έσβησαν πια τα πάντα.. Η αγάπη και ο θυμός, η θλίψη και ο φόβος.. Μ' αγκάλιασε η αδιαφορία σου και μου 'λεγε παραμύθια... Και τότε όλοι τους βρήκαν την ευκαιρία και  μου 'δειξαν ψεύτικα, ανούσια χρώματα...

Κάποιοι ήθελαν, κάποιοι προσπάθησαν.. Κάποιοι ήξεραν μα δεν τα παράτησαν.. Και όμως στο τέλος.. Το ίδιο δάκρυ αντίκρισαν όλοι.. Τώρα πλέον κατάλαβα πως δεν υπάρχει κανείς άλλος σαν και εσένα.. Κανείς που να μπορεί να με κάνει ν' αγγίξω τα σύννεφα με ένα άγγιγμά του.. Και κουράστηκα πια να σέρνομαι. Με όλους εκείνους εκεί έξω, τα παράσιτα της καθημερινότητάς μου.. Μας... Τι όμορφη αυτή η λέξη, θυμάσαι?.. Δώσε μου λοιπόν το χέρι σου.. Ξανά. Αλλά αυτήν τη φορά μη με φοβηθείς, δε θέλω το κακό σου. Αυτήν τη φορά ξέρω τι θέλω γλυκιά μου αδυναμία...


Και ο λευκός ακόμη εκεί, ανάμεσα...

Δευτέρα 6 Σεπτεμβρίου 2010

Black Injection

Την έλεγαν μαύρη ένεση, αδερφή της λήθης.. Εκεί όπου τα πάντα έχαναν την αξία τους.. Η τελευταία του ίσως ελπίδα..



Τα άσχημα νέα έφτασαν γρήγορα στην πόλη τους.. 101111 161520 7178518 1915195, 18113 131 714517518.. Τώρα όλοι θα έπρεπε να μάθουν να ζουν έτσι... 19152011122918191513 45 81 12118 12591359 51059137 7 118227127 591015131 10162418 161111915195171.. Μερικοί είχαν την ελπίδα πως μπορεί να ξαναγυρίσει ακόμη κι αν είχε πει πως φεύγει οριστικά.. Στην ουσία δεν τους ένοιαζε και πολύ, θα το συνήθιζαν εύκολα.. 1019 81 719113 16151120 16915 15121517211 15111 113 12161517152018518 1019 51820 131 212035918 1291 391 16113191 116' 197 6247 19152018, 116' 1915 417151215 121520.. Ποιος ξέρει, ίσως να ήταν καλύτερα για όλους αν γινόταν έτσι.. Εντάξει όχι για όλους, αλλά τουλάχιστον για αυτούς που τον ενδιέφερε..

Άρχισε να φαντάζεται τη ζωή του μακριά απ' τον κόσμο της καταστροφής και της αδυναμίας. Μακριά από 'κει που ζούσε τόσο καιρό.. 121101791 116' 197 129651791 161520 125 19196518 12019152018 1915
2018 35 12713518 1131121513718.. Και τελικά δεν ήταν καθόλου άσχημα.. Ίσα ίσα που βρήκε την ουσία του.. Βρήκε το λόγο να παλέψει και να τρέξει.. Να ξαναρχίσει να ονειρεύεται.. 101135918 15122418 45 121520 59165 161591518 591319 195119101 15 182418191518 191715161518 391 131 185 18271824... Είπαν πως άλλαξα χρώματα, πως πλέον μπορούν να περιμένουν τα πάντα μετά απ' αυτό. Είπαν πως με φοβούνται.. Απίστευτα τρομακτική η εξωτερική ομοιότητα.. Συνεχώς τους έλεγα πως δεν πρέπει να εμπιστεύονται τα μάτια τους.. 1011615195 125 81201216113 391 1915 5324 121520, 1924171 10159191 162418 125 1011911319718518.. Και όλα άρχισαν πάλι απ' το μηδέν με καινούρια δεδομένα, καινούρια άτομα, γύρω του και μέσα του... Τώρα πια είχε μεγάλους στόχους, αλλά και τη δύναμη της μοναξιάς για να τους πετύχει..
Και επιτέλους οι κόποι του ανταμείφθηκαν.. Κατάφερε να δημιουργήσει αυτό που τόσα χρόνια έψαχνε.. Η μαύρη ένεση τα έσβησε όλα μέσα σε 3 μήνες.. Έτσι απλά σαν να ήταν ένα όνειρο, ή και χειρότερα.. 15229, 45 8' 113195221 1111115 391 101135131 1115315 1019 1915 145175918.. Και κανείς δεν κατάλαβε τίποτα μέχρι τη στιγμή που τον ξαναείδαν ύστερα από καιρό.. Τότε, όταν βρέθηκε μπροστά τους τυχαία και το πρώτο πράγμα που είπε ήταν: "Χαίρομαι που σας γνωρίζω"... Κάποιοι δάκρυσαν, κάποιοι γέλασαν, κάποιοι πάγωσαν και κάποιοι χειροκρότησαν εντυπωσιασμένοι.. Στην ουσία δεν τους ένοιαζε και πολύ...
Πλέον οι νύχτες ήταν διαφορετικές, πιο όμορφες όμως και πιο δύσκολες.. Ώρα 3:33, ο ύπνος μπορεί να βοηθήσει τη λογική να βρει τη θέση της, σκέφτηκε.. Μπορεί και όχι...

Τρίτη 31 Αυγούστου 2010

Chip And The Power Of Self-Esteem



Μια φορά και έναν καιρό, σε μια εποχή όπου το ανθρώπινο είδος δεν υπήρχε και βασίλευαν τα ζώα, ήταν μια μικρή αποικία χιλίων μυρμηγκιών που ζούσαν ειρηνικά μέσα σε μια ζούγκλα.. Τότε οι ζούγκλες βέβαια, δεν ήταν όπως σήμερα, ήταν τεράστιες και μπορούσες να βρεις εκεί σχεδόν κάθε είδος ζώου! Όμως ακόμη και για το πιο μικρό πλάσμα υπήρχαν απαράβατοι κανόνες για να μπορεί να διατηρείται η ισορροπία και οι αρμονία μεταξύ τους...

Μια ηλιόλουστη μέρα του Αυγούστου λοιπόν, τα μυρμήγκια είχαν βγει για την καθημερινή τους αναζήτηση τροφής και ήταν πολύ βιαστικά μάλιστα γιατί τα πουλιά στα δελτία καιρού έλεγαν πως πρόκειται να έρθει βαρύς χειμώνας... Ο Τσιπ ήταν ένα απ' τα πιο φημισμένα μυρμήγκια της αποικίας γιατί είχε σχεδόν διπλάσια δύναμη από κάθε άλλο και κάθε τέλος του μήνα έφερνε στη φωλιά όση σοδειά έφερναν τρία μυρμήγκια μαζί!.. Έτσι, αυτό το δύσκολο καλοκαίρι, όλοι στηρίζονταν σ' αυτόν για να έχουν το επιθυμητό αποτέλεσμα στα έσοδα των τροφίμων τους.. Ήταν μεγάλη ευθύνη και γι' αυτό δούλευε σκληρά κάθε μέρα μέχρι αργά το βράδυ.. Εκείνη τη μέρα όμως είδα κάτι περίεργο για τον μικρό του κόσμο και του τράβηξε την προσοχή.. Του έκανε μάλιστα τόση εντύπωση που παράτησε για λίγο τη δουλειά του και πήγε πιο κοντά για να δει καλύτερα...
Ήταν ένας μικρός σχετικά, αλλά τεράστιος για τα μάτια του Τσιπ, ελέφαντας που έπαιρνε το μεσημεριανό του.. Τον πέτυχε τη στιγμή που ξερίζωνε ένα ολόκληρο κλαδί δέντρου με μια κίνηση και έμεινε με το μικροσκοπικό του στόμα ανοιχτό.. Ήξερε πως κι αυτός ήταν δυνατός, αλλά πρώτη φορά αντίκριζε τόση δύναμη... Το βράδυ, όταν πια τελείωσε η βάρδιά του και γύρισε πίσω στη φωλιά, πήγε σπίτι και λίγο πριν κοιμηθεί, αφού του διηγήθηκε την ιστορία του, ρώτησε το συγκάτοικό του μήπως ήξερε τίποτα γι' αυτά τα γιγάντια τέρατα.. Δυστυχώς όμως δεν ήξερε να του πει τίποτα... Την επόμενη μέρα είχε άδεια μετά από ένα μήνα συνεχόμενης δουλειάς.. Έβαλε λοιπόν τα καλά του και βγήκε έξω πρωί πρωί ρωτώντας όποιον έβρισκε στο δρόμο του για να μάθει πως μπορούσε ν' αποκτήσει κι αυτός τόση δύναμη.. Κανείς όμως δε βρέθηκε που να μπορούσε να τον βοηθήσει μέχρι που ξαφνικά συνάντησε τον Φθθ, το λευκοκίτρινο πύθωνα, που του έδωσε μια σημαντική πληροφορία.. "Στα βάθη αυτής της ζούγκλας, εκεί όπου ο ήλιος ανατέλλει και η φύση δεν κοιμάται ποτέ, υπάρχει ένα ξέφωτο, λένε, όπου ζει το πιο σοφό πλάσμα που έχει γνωρίσει ο κόσμος όλος!", του είπε και χάθηκε βιαστικά ανάμεσα στα δέντρα και τις πρασινάδες.. Βέβαια, ο Τσιπ ήξερε πως όλα αυτά ήταν φήμες και πως δε μπορούσε να είναι σίγουρος για τίποτα, αλλά δεν είχε και άλλη επιλογή.. Αυτό το πλάσμα ίσως ήταν η μόνη του ελπίδα...
Τα παράτησε όλα... Δεν ήθελε να χάσει ούτε λεπτό και την επόμενη μέρα, πριν καλά καλά ξημερώσει και τον δει κανείς, είχε κιόλας φύγει παίρνοντας μαζί του μόνο τα απαραίτητα.. Οπωσδήποτε θα ήταν ένα δύσκολο και μεγάλο ταξίδι για ένα μυρμήγκι και ήξερε πως υπήρχε και η περίπτωση να μη βρει αυτό που θέλει ακόμη κι αν βρεθεί στο ξέφωτο.. Όμως το πείσμα και η θέλησή του ξεπερνούσαν κάθε λογική που έμπαινε εμπόδιο στο στόχο του.. Έτσι λοιπόν οι ώρες περνούσαν και έβρισκαν το μικρό Τσιπ ακούραστο και ακάθεκτο στο κυνήγι της υπέρτατης δύναμης... Είχε μάθει απ' τις πρώτες κιόλας μέρες της ζωής του να μη φοβάται τίποτα παρά το μέγεθός του και να παλεύει μέχρι τέλους για αυτά που θέλει με οποιοδήποτε τίμημα.. Ήταν σκληρό καρύδι!. Έτσι έπρεπε εξ άλλου, αυτή ήταν η αρχή της φυλής του.. Και τελικά οι κόποι του απέδωσαν... Ξαφνικά, εκεί που περπατούσε μεσ' στη νύχτα είδε ένα περίεργο φως πίσω από κάτι πανύψηλα δέντρα και αμέσως κατάλαβε.. Χωρίς δεύτερη σκέψη έτρεξε προς τα 'κει όσο πιο γρήγορα μπορούσε λες και ήταν οι τελευταίες στιγμές της ζωής του.. Και όλα έγιναν όπως του τα είχε πει ο Φθθ.. Μέσα σε λίγα λεπτά είδε τις πρώτες ακτίνες του ηλίου ν' ανατέλλουν και ν' αγκαλιάζουν το ξέφωτο τόσο προσεκτικά, όπως η μάνα το μωρό που μόλις γέννησε.. Και ήταν πραγματικά πανέμορφο. Ο Τσιπ έμεινε για μερικά δευτερόλεπτα ακίνητος να παρακολουθεί μαγεμένος το τελετουργικό αυτό μυστήριο του ξημερώματος χωρίς καν να παίρνει ανάσα!. Οι αποχρώσεις στον ουρανό απ' τα σύννεφα και τον ήλιο σε συνδυασμό με τα χρώματα της φύσης τον είχαν κάνει να μην πιστεύει στα μάτια του.. Πρώτη φορά έβλεπε ένα τόσο όμορφο τοπίο.. Και τότε, εμφανίστηκε απ' το πουθενά μπροστά του αυτός...
"Εγώ είμαι ο Κουκου-Νούς, η κουκουβάγια. Εγώ είμαι το πιο σοφό ζώο αυτής της ζούγκλας..", φώναξε δυνατά με αυστηρό ύφος αφού κάθισε πάνω σ' ένα μεγάλο βράχο.. "Τι σε φέρνει εδώ στα μέρη μου ξένε?", ρώτησε αμέσως μετά.. Ο μικρός Τσιπ ξαφνιάστηκε και κατατρόμαξε αρχικά, αλλά γρήγορα πήρε το θάρρος και εξήγησε στον Κουκου-Νούς όλη την ιστορία του απ' την αρχή ως το τέλος, αφού βέβαια πρώτα κι αυτός με τη σειρά του ανέβηκε σ' ένα πετραδάκι... Όταν τελείωσε, το μεγάλο πουλί κούνησε ελαφρά τα φτερά του και συνοφρυώθηκε κοιτώντας για λίγο τον ουρανό. Έπειτα είπε: "Αυτό που ζητάς είναι αδύνατο.. Κάθε πλάσμα είναι γεννημένο με συγκεκριμένη δύναμη για το ανάλογο μέγεθός του. Έτσι, ένα μυρμήγκι δε θα μπορέσει ποτέ να έχει όση δύναμη έχει ένας ελέφαντας.." Μόλις το άκουσε αυτό ο Τσιπ στεναχωρήθηκε πάρα πολύ, γιατί ήξερε πως δεν του έλεγε ψέμματα και πως πλέον δεν υπήρχε καμία ελπίδα να πραγματοποιηθεί η ευχή του.. Αμέσως κατέβασε τις κεραίες του και έβγαλε έναν περίεργο ήχο, μάλλον αναστεναγμού.. "Δεν είναι όμως λόγος αυτός να θλίβεσαι εσύ, ένα τόσο αξιοθαύμαστο ζώο.", συνέχισε ο Κουκου-Νούς.. "Μη σε ξεγελάει το μικροσκοπικό σου μέγεθος.. Τα μυρμήγκια είναι ίσως τα πιο δυνατά πλάσματα στον κόσμο!. Μπορούν να σηκώσουν μέχρι και 50 φορές το βάρος τους και έχουν πείσμα, θέληση, επιμονή και υπομονή όπως κανείς άλλος... Έχεις σκεφτεί ποτέ σου πόσο δυνατό σε κάνουν όλα αυτά μαζί?" Τσουκ απάντησε ο Τσιπ.. "Η πραγματική δύναμη κρύβεται μέσα σου και για να τη βρεις πρέπει πρώτα να μάθεις να εκτιμάς αυτά που έχεις..", συμπλήρωσε ο σοφός και πέταξε μακριά προς την ανατολή...
Ένα πικρόγλυκο συναίσθημα είχε πλέον καταβάλει το μικρό Τσιπ.. Η ιδέα ότι δε θα μπορούσε ποτέ να σπάει ολόκληρα κλαδιά και να ξεριζώνει δέντρα όσο ήταν σ' αυτό το σώμα τον στεναχωρούσε ακόμη, αλλά απ' την άλλη ένιωθε όμορφα στην σκέψη πως, αν ο ελέφαντας είχε το μέγεθός του δε θα μπορούσε να σηκώσει ούτε ένα φυλλαράκι!.. Ήταν πολύ μπερδεμένος και το μόνο σίγουρο ήταν πως είχε πολλά να σκεφτεί στο δρόμο της επιστροφής...
Πίσω στη φωλιά είχαν όλοι ανησυχήσει για το που βρισκόταν τόσες μέρες νομίζοντας πως είχε πεθάνει και μόλις τον εντόπισαν με τις κεραίες τους να έρχεται απ' τα βάθη της ζούγκλας χάρηκαν τόσο πολύ που έστησαν επί τόπου χορό.. Όταν πια έφτασε, αν και κουρασμένος, διηγήθηκε μπροστά σ' όλους το ταξίδι του και τους είπε για τις πολύτιμες γνώσεις που πήρε απ' το σοφό και για όλα όσα έμαθε.. Τιμωρήθηκε λίγο βέβαια απ' τους υπεύθυνους για τη φυγή του χωρίς ενημέρωση, αλλά είχε κερδίσει τόσα πολλά απ' όλο αυτό που δεν τον ένοιαζε καθόλου.. Από την επόμενη μέρα ήταν ένα τελείως διαφορετικό μυρμήγκι. Πιο σίγουρο για τον εαυτό του, πιο ώριμο, πιο δυνατό... Και προς έκπληξη όλων στο τέλος του Αυγούστου είχε μαζέψει σχεδόν διπλάσια σοδειά απ' όση μάζευε συνήθως και η αποικία τους είχε πλέον σίγουρα εξασφαλίσει την απαραίτητη τροφή για ολόκληρο το χειμώνα...

Τετάρτη 25 Αυγούστου 2010

Embraced By Madness


"Are you lost sir?", he asked... "Have I really lost my mind?", I whispered... (Blood in my hand.) Then I stayed looking at the broken pieces of the mirror. The broken pieces of my heart...

It's been a year since you left... So much time, so fast, but still... I can't think of anything else, I can't forget, I just can't... How I wish you were here standing next to me like nothing's happened.. I miss you.. Your voice, your smile, your eyes, your every single move... I wonder, do you dream of me? Do you feel the same? Do you remember me? Am I still in your head? Was it all for fun?... So many question with not even an appeasing answer.. Not even a fake one to make me feel at least better for a while.. But I'm still waiting holding faith carefully in my lonely hands...
Yesterday as I was walking through the streets of sorrow I heard a little bird talking about you.. It said that you've been doing fine, that you made your life and you still keep that smile on your face.. But I guess this time is for someone else...
I left, I couldn't stay to hear anymore, I couldn't stand it.. Cryin'?... No I won't cry, maybe 'cause I'm too old for this, but I'd rather bury the tears in my heart 'till I'm slowly drowned inside.. Painfully and silently.. And you'll never learn... How much I loved you, how hard it was to live with this.. How hard is... To feel...
So, now I don't even know how to play my part right.. Well, it seems you've past so much in your life that my pure magic wasn't enough to keep you with me.. And I know I'll never be able to accept this and face the truth, I know I'll never be able to say goodbye.. This simple, but so hard word to say.. Even for me... I'll always be thinking, dreaming, asking... Why..? Why it has to be this way... And believe this, even after a thousand years I'll still feel the same.. I'll always love you, do you hear me? Always... And that's the worst part of me.. You...

"...Just give me another drink now mister and let me end my story please..."
...It was an unforgettable night.. 'At least I hope that you made the right choice and you won't regret this someday', I told her and then I left the room.. I still remember her eyes looking at me trying to say something in vain...
"...Um, excuse me sir, what is your name you said?... ...Do I know you from somewhere?... ...Just leave me alone at last..."

Πέμπτη 19 Αυγούστου 2010

The Illusion Of Living With Facts



Ο μικρός Φρέντυ κοίταξε τα άστρα στον κατάμαυρο ουρανό απ' το παράθυρο του δωματίου του και πριν καληνυχτίσει τη μητέρα του τη ρώτησε: "Θα ξημερώσει άραγε πάλι αύριο?" Εκείνη του χαμογέλασε και είπε: "Μα φυσικά", όπως ίσως θα 'λεγαν πολλοί από μας αν τους ρωτούσες...

Πως όμως μπορείς να είσαι τόσο σίγουρος για κάτι που στην ουσία είναι άγνωστο?..
Σίγουρος. Μια απλή λέξη κι όμως τόσο τεράστια η έννοιά της για τους ανθρώπους.. Το ότι κάτι συμβαίνει κάθε μέρα εδώ και χιλιάδες χρόνια τώρα δε σημαίνει πως απαραίτητα θα συμβεί και αύριο, ή μεθαύριο.. Τίποτα δεν το κάνει δεδομένο, όπως και πολλά καθημερινά πράγματα εκεί έξω που μοιάζουν απλά δεν είναι δεδομένα.. Η αίσθηση της συνήθειας μας ξεγελάει πολλές φορές και ξεχνάμε να αναρωτηθούμε.. Η ψευδαίσθηση του ότι μόλις ξυπνήσεις όλα θα είναι και πάλι όπως τ' άφησες πριν κοιμηθείς σε γερνάει στο παραμύθι...
Κάποιος φιλόσοφος κάποτε είπε: "Ποτέ μην κρίνεις κάτι αν δεν γνωρίζεις την αρχή και το τέλος του".. Μέχρι ο ήλιος να σβήσει οριστικά λοιπόν πάντα θα υπάρχει η πιθανότητα αύριο να μην ξημερώσει... Όσο περίεργο κι αν ακούγεται, όσο λίγες πιθανότητες κι αν έχει.. Σοφός αυτός που ζει τη στιγμή λαμβάνοντας υπόψιν του πως όλα μπορούν ν' αλλάξουν μέσα σε μια στιγμή.. Το μόνο ίσως δεδομένο είναι ο θάνατος...

Τα χρόνια πέρασαν και ο Φρέντυ μεγάλωσε.. Ωρίμασε. Μια μέρα του ήρθε στο μυαλό η ίδια ερώτηση που είχε κάνει τότε στη μητέρα του.. Μόνο που αυτήν τη φορά όλοι γέλασαν μαζί του... Κατέβασε το κεφάλι και έμεινε εκεί να σκέφτεται για λίγα δευτερόλεπτα.. Έπειτα ξανακοίταξε τον ουρανό και ύστερα (ξ)έφυγε γελώντας μαζί τους...

Δευτέρα 16 Αυγούστου 2010

Ο Πίνακας



  Έσβησε το τσιγάρο του, έσφιξε τη γραβάτα απ’ το καινούργιο του μπλε σακάκι και μπήκε μέσα. Στην αίθουσα αναμονής περίμενε αρκετός κόσμος. Λογικό, σκέφτηκε, θέση υποδιευθυντή είναι αυτή, σε μεγάλη εταιρία με λαμπρό μέλλον, λογικό είναι να περιμένει τόσος κόσμος. Κοίταζε τους άλλους υποψήφιους. Άλλοι ήρεμοι, άλλοι εμφανώς πιο αγχωμένοι. Αυτός? Αυτός ήταν σίγουρος για τον εαυτό του. Δεν υπήρχε περίπτωση. Είχε κάθε δικαίωμα να νιώθει αυτή τη σιγουριά. Τα τελευταία χρόνια έκανε πολύ υπομονή. Ανέχθηκε πράγματα που δεν έπρεπε να ανεχτεί. Είπε ψέμματα που δεν έπρεπε να πει. Έκανε αυτό – που μισούσε να τ’ ακούει αλλά βαθιά μέσα του ήξερε πως είναι αλήθεια, πάτησε σε άλλους για να αναδειχθεί. Όλα αυτά τον έφεραν σε αυτή τη μέρα, σήμερα. Και άξιζε. Το έλεγε στον εαυτό του συνέχεια απ’ το πρωί. Άξιζε. Ήταν με διαφορά αυτός με τις περισσότερες πιθανότητες για να πάρει τη θέση. Άξιζε.
  Περίμενε αρκετές ώρες. Ήταν φαίνεται τελευταίος στη σειρά. Ο ένας μετά τον άλλον υποψήφιο έμπαιναν στο γραφείο για τη συνέντευξη. Οι περισσότεροι από αυτούς βγαίναν δυσαρεστημένοι, απογοητευμένοι. Λίγοι μόνο διατηρούσαν μια μικρή ελπίδα. Έφτασε η σειρά του. «Κύριε», ακούστηκε η φωνή της γραμματέας «είστε ο επόμενος». Σηκώθηκε. Καθώς προχωρούσε προς την πόρτα παρατήρησε στα δεξιά του κάτι πολύ περίεργο. Ήταν ένας πίνακας. Ένας μικρός αλλά πολύ άσχημος πίνακας. Τον κοίταξε καλύτερα. Ήταν ένας άνδρας. Ένας νεαρός άνδρας, πολύ άσχημος. Έδειχνε ταλαιπωρημένος και βρώμικος. Κοίταξε το πρόσωπό του. Γεμάτο ουλές, τα χείλη του ματωμένα και ξερά. Τα μάτια του λευκά. Ολόλευκα. Ήταν με σιγουριά ο πιο άσχημος και θλιβερός πίνακας που είχε δει ποτέ του. Ξαφνικά χαμογέλασε. « Έχουμε το ίδιο σακάκι, γέλασε. Περίεργο.»
  «Καλός είστε», άκουσε τη φωνή της γραμματέας, «Θα τα πάτε μια χαρά».








(Από ένα φίλο, τον Μπλε..)

Τρίτη 10 Αυγούστου 2010

Who... When I'm Gone?


Κάποτε...

Κάποτε με σκεφτόσουν...
Κάποτε μου τηλεφωνούσες συνεχώς..
Κάποτε ήθελες να ξέρεις τι κάνω κάθε λεπτό..
Κάποτε με παρεξηγούσες αν σε ξεχνούσα έστω και για λίγο..
Κάποτε ήμουν ο τελευταίος άνθρωπος που έλεγες καληνύχτα και ο πρώτος που έλεγες καλημέρα..
Κάποτε το χέρι μου ήταν το μαξιλάρι σου...
Κάποτε έψαχνες την αγκαλιά μου...
Κάποτε ήθελες...

Κάποτε με ρωτούσες πως είμαι..
Κάποτε δεν περνούσαν ούτε δυο ώρες χωρίς να μιλήσουμε..
Κάποτε δεν ήθελες να φεύγω...
Κάποτε με ρωτούσες τι θα κάνω άμα εσύ κοιμηθείς..
Κάποτε ίσως και να μ' έβλεπες στον ύπνο σου..
Κάποτε σε νανούριζα με τα παραμύθια μου..
Κάποτε ήσουν το ξυπνητήρι μου..
Κάποτε περνούσαμε όλη τη μέρα μαζί..
Κάποτε σ' έβλεπα όλη την ώρα χαρούμενη...
Κάποτε ήμουν το παρόν σου...

Κάποτε μου έδωσες φτερά..
Κάποτε δε μου μιλούσες αναγκαστικά..
Κάποτε δε μου κρατούσες μυστικά...
Κάποτε δε χρειαζόταν να μου δικαιολογήσαι για τίποτα..
Κάποτε μου είπες πως σου έλειπε το χαμόγελό μου...
Κάποτε μου έδωσες λόγο να ξυπνάω πάλι τα πρωινά..
Κάποτε ήμουν εκεί για 'σένα..

Μα τώρα, ποιος θα σε προσέχει?






(Το κομμάτι εξαιρετικά αφιερωμένο...)

Σάββατο 31 Ιουλίου 2010

Finding The Eternal Moment


"Πήγαινε κάθισε μόνος σου σε ένα ήσυχο και όμορφο για 'σένα μέρος μακριά απ' τη φασαρία τους και αφού βάλεις τ' ακουστικά πάτα το play",  μου είπε... "Θυμήσου την, ξέθαψέ την απ' την αποθήκη της γερασμένης σου μνήμης και άφησε τον εαυτό σου ελεύθερο να νιώσει, να κλάψει (και ας μην κλάψεις)... Μη σκεφτείς όμως τίποτε άλλο, μην τους αφήσεις να σου αποσπάσουν την προσοχή, μην ανοίξεις τα μάτια.. Θα είναι ιερή στιγμή αυτή για να τη σκοτώσεις έτσι απλά", μου ξαναείπε και μετά έφυγε χαμογελώντας... Ήταν η τελευταία φορά που είδα τον ασπροφορεμένο τύπο πριν εξαφανιστεί βιαστικά στο στενό του απέναντι δρόμου.. Με τρόμαξε, αλλά για ένα περίεργο λόγο τον πίστεψα.. Και πήγα. Τα 'κανα όλα κατά γράμμα.. Και τότε...


Τότε σε είδα πάλι μπροστά μου.. Σε συνάντησα έτσι στα ξαφνικά και όλα επέστρεψαν μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα.. Σε είδα να περπατάς προς το μέρος μου αργά και καμαρωτά ντυμένη με τα χρώματα τ' ουράνιου τόξου.. Και σε κάθε σου πάτημα άνθιζαν τριαντάφυλλα.. Σε κάθε κούνημα των χεριών σου ο αέρας χόρευε στο ρυθμό της γαλήνης.. Και τα πουλιά με το πιο προσεκτικό τους πέταγμα προστάτευαν κάθε τρίχα των μεταξένιων μαλλιών σου.. Και ήταν λες και βγήκες από παραμύθι... Όπως τότε που σε είχα πρωτογνωρίσει...
Θυμήθηκα ξανά τη μυρωδιά σου, ένιωσα ξανά τη γεύση σου, άκουσα πάλι τη φωνή σου.. Και τότε πέρασαν από μπροστά μου όλες εκείνες οι πικάντικες μέρες μας.. Τότε που σ' έβλεπα για λίγο, μεσ' στην ένταση και στο φόβο, μεσ' στη διάθεση και στα νεύρα.. Που ερχόμουν να σε βρω για λίγο και μετά έφευγα για λίγο περισσότερο... Και μετά ξανά ερχόμουν όσο πιο γρήγορα μπορούσα.. Για να σε δω... Είχα ξεχάσει πόσο όμορφα μάτια έχεις.. Είχα ξεχάσει πόσο βλάκας ήμουν.. Τότε...
Και ήταν αλήθεια, ήσουν εκεί για 'μένα!.. Τόσο χαρούμενη, τόσο ξένοιαστη, τόσο ήρεμη.. Προσπάθησα να σ' αγγίξω μα συνέχεια σ' έχανα για λίγο.. Για λίγο, όπως τότε... Ήθελα τόσο πολύ να σ' αγγίξω και πάλι, έστω για λίγο... Και όταν "κατάλαβα" ένιωσα τα χείλη μου υγρά, γιατί δε μπόρεσα να κρατηθώ άλλο... Εκεί, κάπου στο 517-19 παρέα με κάποιους (ά)γνωστούς που ίσως δε θα ξαναδώ ποτέ... Αλλά πλέον δεν έχει καμία σημασία.. Μου φτάνει που ξαναπήγα στον παράδεισο έστω και για μερικά μόνο λεπτά...

Δευτέρα 26 Ιουλίου 2010

Ο Τοίχος



   Καθότανε και κοίταζε τον τοίχο απέναντι απ’το κρεβάτι του. Δεν ήταν πάντα κάτασπρος. Αποφασίσανε να τον βάψουνε παρέα ένα πρωί. Πήρανε μπογιές και χωρίς την παραμικρή σκέψη αρχίσανε να ζωγραφίζουν. Το αποτέλεσμα ήταν πολύ ενδιαφέρον, για κείνους τουλάχιστον γιατί για τους υπόλοιπους ήταν απλά μουντζούρες. Όμως τον τελευταίο μήνα ο τοίχος είναι πάλι άσπρος. Τον έβαψε με το που έφυγε. Δεν ήθελε τίποτα να του την θυμίζει. Τον χαρακτήρισαν εγωιστή,καθίκι,ψυχρό,χωρίς καρδιά. Δεν είναι σωστό να ξεχνάς. Αδυναμία μεγάλη δηλώνει. «Τώρα που έφυγε πρέπει να την αγαπάς πιο πολύ», είπε κάποιος. Αλλά του ήταν αδύνατο. Τα βράδια έμενε ξάγρυπνος.  Έχασε τη δουλειά του. Δεν ήταν στη ψυχολογική κατάσταση να δουλέψει η αιτία. Έπρεπε, έπρεπε να την ξεπεράσει, να την ξεχάσει.
 Ο τοίχος.
 Θα άρχιζε από κει.
Τον έβαψε.
 Να, ο τοίχος την ξέχασε.
Έτσι άσπρος που είναι δεν θυμάται καν ότι μια γυναίκα κάποτε τον είχε ζωγραφίσει.
   Τις τελευταίες μέρες όμως ο τοίχος έδειχνε υπερβολικά άσπρος. Κάτι ήταν λάθος. Ναι, ο τοίχος αυτός ζήταγε χρώμα. Να τον βάψει,αποκλείεται. Μόνος του δεν μπορούσε. Ο τοίχος όμως χρειαζόταν χρώμα. Το απαιτούσε. Αποφάσισε λοιπόν να του δώσει. Ποτέ πια δεν θα ταν έτσι άσπρος ξανά. Κόλλησε το κεφάλι του στον τοίχο και τράβηξε την σκανδάλη.


Το βαθύ κόκκινο έδειχνε υπέροχο πάνω στο λευκό του τοίχου.




(Από ένα φίλο, τον Μπλε..)

Πέμπτη 22 Ιουλίου 2010

Άναψε Ένα Τσιγάρο Και Συνέχισε Να Γράφει...



  Άναψε ένα τσιγάρο και συνέχισε να γράφει. Τους τελευταίους μήνες ένιωθε ότι έγραφε επιτέλους κάτι καλό. Τώρα πια, ναι, θα μπορούσε να τους κοιτάξει όλους κατάματα. Όλους αυτούς που σιωπηλά τον έκριναν, που τον αμφισβητούσαν τόσο μα τόσο ευγενικά. Το μυθιστόρημα του είχε όλες τις προϋποθέσεις για να γίνει κλασσικό. Ένα δυνατό σενάριο, πολυδιάστατους χαρακτήρες και έναν υπέροχο πρωταγωνιστή. Ω, πόσο μα πόσο αγαπούσε τον πρωταγωνιστή του. Ήταν φυσικά ό,τι δεν ήταν ποτέ αυτός. Ενεργούσε πάντα όπως θα ήθελε αυτός να ενεργήσει. Χωρίς φόβο, χωρίς ενδοιασμούς, χωρίς καμία δεύτερη σκέψη. Ένας άντρας όμορφος, καλλιεργημένος, ευαίσθητος, θαρραλέος. Η τέλεια εικόνα του εαυτού του.
  Το έργο του όμως δεν είχε ολοκληρωθεί. Κάπως έπρεπε να τελειώσει. Βράδια ολόκληρα έσπασε το κεφάλι του να βρει ένα κατάλληλο τέλος αλλά μάταια. Τίποτα δεν του φαινόταν αρκετό. Τίποτα δεν του φαινόταν αντάξιο. Όχι του υπόλοιπου μυθιστορήματος μα του πρωταγωνιστή του. Ήθελε ένα τέλος τραγικό και συνάμα δοξαστικό. Ένα τέλος λυπημένο μα και αισιόδοξο ταυτόχρονα. Ένα τέλος μεγαλοπρεπές! Μονάχα αυτό σκεφτόταν άξιζε στον ήρωα του. Τίποτα λιγότερο. Ποιο όμως ήταν αυτό το τέλος? Ποιο? Ποιο? Ποιο? Κοίταζε το χαρτί του απελπισμένος. Ξαφνικά βούρκωσε.Το τσιγάρο στο στόμα του είχε σχεδόν τελειώσει.
  Το επόμενο πρωινό στο δωμάτιο δεν υπήρχε τίποτα εκτός από έναν άνθρωπο, λίγες στάχτες και ένα τσιγάρο καμμένο μέχρι τη γόπα του...




(Από ένα φίλο, τον Μπλε..)

Παρασκευή 9 Ιουλίου 2010

Hold On...


"Πρόσεχε μην παραπατήσεις και πέσεις", ήταν οι πρώτες λέξεις που θυμάμαι να άκουσα... Άνοιξα τα μάτια και κοίταξα γύρω μου.. Κανείς... Και εγώ περπατούσα, έτσι έμοιαζε... Σταθερά βήματα. Ξαφνικά συνειδητοποίησα πως δεν ήμουν εγώ, δεν ήταν το σώμα μου αυτό.. Κι όμως ήμουν μέσα. Δε ξέρω πόση ώρα, ίσως ώρες, ίσως μέρες, μήνες... Και πήγαινε ίσια σ' ένα αόρατο μάλλον μονοπάτι που δε φαινόταν το τέλος του, αν υπήρχε.. Δεν έβλεπα καλά, τα πάντα ήταν μαύρα ή κάτασπρα από υπερβολικό φως, εναλλάξ σε κάποια σημεία στους απέναντι τοίχους.. Λευκό. Αλλά δε μπορούσα να πλησιάσω τις πηγές, δε μπορούσα ν' αλλάξω την πορεία του.. Αριστερά και δεξιά κενό, το τίποτα από κάτω μας.. Και από παντού μια εκκωφαντική, σιχαμένη, παράφωνη νεκρική μελωδία να έρχεται και να σβήνει ξανά και ξανά.. Στον αέρα γκρι κοράκια πετούσαν ανάποδα πηγαίνοντας πίσω, κοιτώντας μπροστά.. Μα πίσω δε μπορούσα να κοιτάξω.. Δε γύριζε τόσο το κεφάλι, δε σταματούσαν εκείνα τ' αναθεματισμένα πόδια.. Έπρεπε να συνεχίσω μπροστά, το ένιωθα κι ας μην ήξερα το λόγο.. Δεν έβγαινε η φωνή μου, ήμουν ξένος εδώ.. Μα που πήγε η φωνή μου?...

Είχε πλέον κοντέψει πάρα πολύ.. Όταν έφτασα στην ίδια ευθεία σταμάτησε για λίγο.. Κοίταξα δεξιά.. Το φως λιγόστεψε και εμφανίστηκε από πίσω ένα παράθυρο.. Μια γιαγιά κλωστή κλωστή κατέστρεφε ένα πολύχρωμο ατελείωτο μακρύ κέντημα που έμοιαζε με φιλμ φωτογραφικής μηχανής.. Δάκρυσε... Και ένα μικρό παιδάκι παρακολουθούσε αμίλητο, καθισμένο στο πάτωμα στα τρία μέτρα...
Τα βήματα ξανάρχισαν, η εικόνα χάθηκε στο φως... Σε λίγο ένα γέλιο ειρωνείας διέκοψε τη σπαστική μελωδία και αμέσως μετά επικράτησε η απόλυτη ησυχία.. Βγήκε απ' το στόμα μου, αλλά δεν το 'κανα εγώ σίγουρα.. Τι περίεργο, ένιωθα σαν φυλακισμένος.. Σταμάτησε πάλι. Αυτή τη φορά το παράθυρο ήταν αριστερά και μέσα μια παρέα σ' ένα μάλλον κήπο, όρθιοι και αγκαλιασμένοι.. Όλοι χαμογελαστοί, όχι απαραίτητα χαρούμενοι, με φωτοστέφανα πάνω απ' τα κεφάλια τους, ακίνητοι σαν αγάλματα λες και περίμεναν το κάτι να τους πάρει από 'κει... Λίγο πριν φύγω πρόλαβα να διαβάσω μια ξεθωριασμένη επιγραφή χαραγμένη στο τζάμι: "Χαμένα Χρόνια"...
Όλα επέστρεψαν, μαζί και η μελωδία.. Τα κοράκια τώρα ψιθύριζαν λέξεις μ' ανθρώπινες φωνές στο πέρασμά τους.. Τόσα γρήγορα που δεν καταλάβαινες τίποτα απ' όσα έλεγαν.. Η επόμενη πηγή φωτός σχεδόν με τύφλωσε.. Ήταν ένα ζευγάρι, υποθέτω.. Αυτή κρατούσε μια μαδημένη μαργαρίτα και είχε ένα λυπημένο βλέμμα.. Ίσως και κουρασμένο.. Αυτός την ακούμπησε προσεκτικά και είπε: "Εγώ φταίω που σε πίεσα.. Αν ήταν στο χέρι σου και μόνο θα το είχες σταματήσει καιρό τώρα.. Συγγνώμη, αντίο...", έπειτα έμεινε πλάι της μέχρι που ύστερα από αρκετή ώρα έφυγα, έφυγε...
Και το ανούσιο ταξίδι συνεχίστηκε.. Πλέον δεν ένιωθα τίποτα και ακόμη δεν καταλάβαινα.. Αλλά το ενδιαφέρον χάθηκε.. Δεν ήθελα να ξέρω πια.. Έκλεισα τ' ασήκωτα εκείνα βλέφαρα. Τα βήματα τώρα μου τρυπούσαν τ' αυτιά σε κάθε τους πάτημα και ο πόνος ήταν τόσο δυνατός λες και μου φύτευαν καρφιά στο στέρνο.. Δεν ήξερα πόση ώρα θ' άντεχα, αλλά δε μ' ένοιαζε.. Τα ξανάνοιξα. Τα πουλιά ξαφνικά πάγωσαν και έπεσαν όλα στο κενό.. Σε δευτερόλεπτα έσβησαν στο μαύρο. Μια κραυγή απόγνωσης σταμάτησε ακαριαία τη στενή φυλακή μου, μαζί και τον πόνο.. Ο λυτρωτικός ήχος ήρθε απ' το πουθενά. Δεν είδα κανέναν. Μόνο εκείνο το φως πάλι και ένα θολό παράθυρο.. Μέσα ένα ξύλινο τραπέζι και στο πάτωμα ένα μπουκαλάκι μ' ένα κόκκινο υγρό και δίπλα μια μικρή ζυγαριά... Αυτό.
Πάλι βήματα, τώρα πολύ πιο ελαφρά. Σχεδόν νεκρά.. Κάπου στο βάθος φάνηκε μια πόρτα και από πάνω ένα ρολόι.. Χωρίς αριθμούς. Το τέλος?... Κόντεψε και την τελευταία πηγή.. Ήταν μόνος του εκεί. Γνωστό πρόσωπο, αλλά δε θυμόμουν τόπο και χρόνο.. Και τότε... Μόλις τον κοίταξα κατάματα είχε ήδη συμβεί.. Τον έβλεπα πίσω απ' το τζάμι, εγώ στο σώμα μου και αυτός μάλλον στο δικό του.. Τώρα κατάλαβα. Και οι λέξεις βγήκαν από μόνες τους μέσα απ' το στόμα μου: "Ποτέ δε θα ευχόμουν ή θα επιδίωκα το κακό σου, αλλά αν ποτέ σου συμβεί κάτι πραγματικά κακό να με θυμηθείς"... Σιωπή ξανά. Χωρίς φωνές, χωρίς μελωδίες, χωρίς... Μόνο το τρίξιμο της πόρτας καθώς άνοιγε.. Όλα τα φώτα χάθηκαν. Ο λεπτοδείκτης σταμάτησε.. Τον έχασα απ' τα μάτια μου.. Βασίλεψε το μαύρο. Δεν έβλεπα πλέον τίποτα, δε μπορούσα να κουνηθώ.. Δεν ήμουν. Και αυτή η απόλυτη ησυχία με τρέλαινε.. Δεν υπήρχε πια λόγος να έχω ανοιχτά τα μάτια μου.. Για μια στιγμή αναρωτήθηκα, γιατί να έκλαιγε η γιαγιά?... Έσβησα.. Αυτό ήταν.

 


"Δε μπορούμε να κάνουμε τίποτα, ο εγκέφαλος νεκρώθηκε τελείως", είπαν...
Kiitos...